"Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν
είμαστε". Η σχέση πάθους του Ανδρέα Εμπειρίκου με την Μάτση Χατζηλαζάρου
Γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Όταν ο Ανδρέας γνώρισε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, ο δυτικός πολιτισμός και μαζί του ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος έμπαινε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ απ’ όπου δεν επρόκειτο να βγει πριν περάσουν πολλά χρόνια και οπωσδήποτε δεν επρόκειτο να βγει χωρίς πληγές και στίγματα, που ως σήμερα ακόμη δεν έχουν ολότελα εξαλειφθεί. Στην πραγματικότητα, όπως πολύ σωστά και έγκαιρα είχαν διαβλέψει μεταξύ άλλων και οι νεαροί ντανταϊστές, αυτή η διαδικασία συσκότισης και φρίκης είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ήδη από τα χρόνια του πρώτου μεγάλου πολέμου, και αν το μέγεθος και η διάρκεια του κακού δεν έγιναν αμέσως αντιληπτά απ’ όλους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν και οι πιο ριζοσπαστικές ιδέες και η ελπίδα, που παραδόξως φαινόταν βάσιμη τότε για τη δημιουργία ενός νέου, καλύτερου κόσμου.
Όταν ο Ανδρέας γνώρισε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, ο δυτικός πολιτισμός και μαζί του ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος έμπαινε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ απ’ όπου δεν επρόκειτο να βγει πριν περάσουν πολλά χρόνια και οπωσδήποτε δεν επρόκειτο να βγει χωρίς πληγές και στίγματα, που ως σήμερα ακόμη δεν έχουν ολότελα εξαλειφθεί. Στην πραγματικότητα, όπως πολύ σωστά και έγκαιρα είχαν διαβλέψει μεταξύ άλλων και οι νεαροί ντανταϊστές, αυτή η διαδικασία συσκότισης και φρίκης είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ήδη από τα χρόνια του πρώτου μεγάλου πολέμου, και αν το μέγεθος και η διάρκεια του κακού δεν έγιναν αμέσως αντιληπτά απ’ όλους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν και οι πιο ριζοσπαστικές ιδέες και η ελπίδα, που παραδόξως φαινόταν βάσιμη τότε για τη δημιουργία ενός νέου, καλύτερου κόσμου.
Στην Ελλάδα πια θα αποπειραθεί να υλοποιήσει την κατεύθυνση της ψυχαναλυτικής του θεραπείας και να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, εργαζόμενος σε μια από τις επιχειρήσεις του. Ανεπιτυχώς όμως, αφού, όταν αργότερα θα ξεσπάσουν απεργίες, θα παραιτηθεί από τη διευθυντική του θέση για να μη φανεί ασυνεπής στις μαρξιστικές του ιδέες. Ελεύθερος πλέον από κάθε υλική και ηθική δέσμευση θα κάνει το μεγάλο διπλό βήμα και θα εισαγάγει στην «επαρχιακή» Ελλάδα την ψυχανάλυση, ασκώντας και βιοποριζόμενος στο εξής από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, και τον υπερρεαλισμό, εκδίδοντας το 1935 το πρώτο ελληνικό υπερρεαλιστικό βιβλίο, την Υψικάμινο και δίνοντας την περίφημη διάλεξή του «Περί Συρρεαλισμού» μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν, όπως αφηγείται ο αυτήκοος κι αυτόπτης Οδυσσέας Ελύτης.
Η Μάτση (Μαρία Λουκία) Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους.
Ο έρωτας με τον ψυχαναλυτή
Η Μάτση είχε ήδη παντρευτεί το 1931, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά χρονών, τον βαυαρικής καταγωγής Καρλ Σούρμαν και εργάζεται σε κατάστημα της Αθήνας. Το 1936 χωρίζει για να ξαναπαντρευτεί το 1937 τον Σπύρο Τσαούση, γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων. Την επόμενη κιόλας χρονιά διαλύεται και αυτός ο γάμος και η Μάτση Χατζηλαζάρου, με βαθιά τραύματα από τους δύο αποτυχημένους γάμους και από την κατάρρευση και τον θάνατο των γονιών της, καταφεύγει για βοήθεια στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, για να καταλήξει πολύ γρήγορα να τον αγαπήσει απελπισμένα και να αγαπηθεί παράφορα από αυτόν. Μια ιδέα για τη μορφή των δύο ερωτευμένων ποιητών μπορούμε να πάρουμε από τις περιγραφές τους που μας έχουν χαρίσει ο Κωστής Μπαστιάς για τον Ανδρέα και ο Μάνος Χατζιδάκις για τη Μάτση. Ο Εμπειρίκος πρώτα, όπως ήταν το 1936: «Ο κ. Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ένας νέος τριάντα πέντε χρόνων, μετρίου αναστήματος, με ένα μαύρο υπογένειο, λεπτός και μάλλον ωχρός. Θυμίζει πολύ τύπους Ρώσων επαναστατών ή αναρχικών που εζούσαν εις το εξωτερικόν διωγμένοι από την πατρίδα τους. Μιλά σιγά και είναι εξαιρετικά λεπτός εις τους τρόπους του. Τα μάτια του είναι μεγάλα και όταν εκθέτη τα θεωρητικά ερείσματα του σουρρεαλισμού παίρνουν μια έκφραση και ζωηρότητα». Και η Μάτση, όπως την αντίκριζε διαχρονικά και ποιητικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Υπήρχε ένα κορίτσι, που ήξευρε καλά και με περίσσια χάρη, ν’ ανατινάζει τα μαλλιά της στο πλάι του άντρα, ν’ αγγίζει το κεφάλι της μ’ εμπιστοσύνη στον ώμο του και να προσέχει με προσήλωση θρησκευτική την «Μοδιστρούλα» και τον «Θανάση Σακαφλιά». Κι ύστερα πάλι ο Κλωντέλ και ο Ρεμπώ με τον Μπορίς Βιαν, καθώς γεννοβολούσε στην κοιλιά της όλα τα μωρά της πλάσης».
Πολύ γρήγορα λοιπόν η σχέση Ανδρέα Εμπειρίκου και Μάτσης Χατζηλαζάρου από επαγγελματική-θεραπευτική μετατράπηκε σε ερωτική-ποιητική. Ιδού πως περιγράφει τη μεταμόρφωση αυτή η ποιητική φαντασία του Εμπειρίκου σε ένα ποίημά του που γράφτηκε τότε ακριβώς, το 1939, και είναι βέβαια αφιερωμένο στη Μάτση: «Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων».
Η Μάτση πάλι θα γεννηθεί ως ποιητικό υποκείμενο, σύμφωνα με τη διατύπωση τής Άντειας Φραντζή, από τη στιγμή που θα συναντήσει τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου πως το ψευδώνυμο που θα υιοθετήσει για την έκδοση των πρώτων της βιβλίων, Μάτση Ανδρέου, παραπέμπει ευθέως και ξεκάθαρα στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Δεν θα γράψει, κατά τα φαινόμενα, τα πρώτα της ποιήματα παρά μόνο αφού θα έχει δεχθεί την τριπλή επίδραση του Εμπειρίκου, ο οποίος ως ψυχαναλυτής πρώτα θα επουλώσει τα τραύματά της και θα τη βοηθήσει ν’ αφήσει ελεύθερη την ερωτική της ιδιοσυγκρασία, ως ποιητής κατόπιν θα της μεταδώσει το μήνυμα και τους τρόπους του υπερρεαλισμού και ως ερωτικός σύντροφος στο τέλος θα αποτελέσει τότε το αποκλειστικό αντικείμενο της δημιουργικής της έξαρσης. Και θα γράψει η Μάτση, από τότε ξεκινώντας κι ως το τέλος της ζωής της, ποιήματα που δονούνται και φλέγονται από το πάθος κι από τα πάθη του έρωτα, εξαίσια ποιήματα που άλλοτε αποτελούν ένα δοξαστικό του απόλυτου έρωτα κι άλλοτε έναν θρήνο για την απώλειά του ή μια δέηση για την επιστροφή του και μιαν απόπειρα ανάκλησης της αρχέγονης στιγμής (για να θυμηθούμε έναν άλλο ακραιφνή και παράφορο υπερρεαλιστή).
Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.
Οι μέρες και οι νύχτες που έβρισκαν τον Ανδρέα και τη Μάτση αγκαλιασμένους και τα ποιήματα που εκείνοι έγραφαν ήταν το δικό τους καταφύγιο από τη βαρβαρότητα όλη εκείνη την άγρια και σκοτεινή περίοδο. Η έμπνευση του ενός γινόταν έμπνευση για τον άλλο: πάρα πολλοί από τους στίχους της Μάτσης φαίνεται να αποκρίνονται σε στίχους του Ανδρέα, ενώ δεν θα ήταν ενδεχομένως εντελώς άστοχη η υπόθεση ότι κι ο Εμπειρίκος κάτι διδάχθηκε από τη μαθήτριά του στην ποίηση, την τολμηρή ερωτική εκφραστική της ίσως – όχι ακριβώς το τολμηρό λεξιλόγιο, που ήδη το είχε κατακτήσει αυτός, μα τον τρόπο της να μιλάει άμεσα και βιωματικά για το σώμα της και για τον έρωτα. Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή. Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μού ‘φραξαν οι αντιστάσεις μου. Προερχόμενο εκείνη ειδικά την εποχή από μια γυναίκα αυτό το μάθημα γινόταν ακόμη πολυτιμότερο.
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζύ σου, εύχεται ο ένας. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου, τα χέρια σου δυο μικρά καβούρια, απαντάει ο άλλος. Πλατιά τα στέρνα μας και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα, δηλώνει ο Ανδρέας. Μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι η τρυφερότης σου, βεβαιώνει η Μάτση. Και ο διάλογος των δύο ερωτευμένων ποιητών συνεχίζεται: Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει, η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά. Για ν’ ανταποκριθεί αμέσως ο Εμπειρίκος: Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου. Κι η Μάτση καταφάσκοντας στην ποίηση, στον έρωτα, στη ζωή, λέει Ναι: Ναι. Ό,τι δεν φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας.
Ο χωρισμός
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μάτσης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου) Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1944, με τη λιτή και διφορούμενη, όπως θα δούμε, αφιέρωση «στον Ανδρέα». Η Μάτση κι ο Ανδρέας όμως είχαν τότε ήδη χωρίσει, έχοντας συναντήσει τον έρωτα αλλού. Ο μεν Εμπειρίκος στο πρόσωπο της Βιβίκας Ζήση, που έμελλε πολύ γρήγορα να γίνει η δεύτερη σύζυγός του και να ζήσει μαζί του (όσο γαλήνια η εποχή επέτρεπε) μέχρι το τέλος. Γιατί, κατά πως φαίνεται, όσο η ποιητική του φαντασία ξεμάκραινε προς τον άγριο κι ασίγαστο Ωκεανό, άλλο τόσο επιθυμούσε ο ποιητής την ηρεμία και την τρυφερή αγάπη, που τη βρήκε στη Βιβίκα, στον γιο που γεννήθηκε από τον έρωτά τους και στην προσφιλή του Άνδρο, που όλο και συχνότερα επισκεπτότανε από τότε και στο εξής. Θα γράψει τον άλλο χρόνο στη Βιβίκα ο ερωτευμένος ποιητής: «…αγάπη μου άγγιξέ με / Να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή / Έστω για μια στιγμή μονάχα, / Ότι δεν είμαι πάντα Ωκεανός που συνεχώς βογγά / Αλλά και θάλασσα αυγουστιάτικη / που σπαρταρά / στον ήλιο.». Η δε Μάτση Χατζηλαζάρου θα συνδεθεί ερωτικά με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, γεγονός που θα προβληματίσει τους γνωστούς του ζευγαριού, όταν θα εμφανιστεί η ποιητική της συλλογή με την αφιέρωση «στον Ανδρέα». Γράφει σχετικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε». Και απαντάει ο ίδιος εξηγώντας ότι η αφιέρωσή της «δεν περιείχε αμηχανία – ΄σε ποιον΄ αλλά τόλμη. Και στους δύο». Δεν θα ήταν απίθανο για την τολμηρή Μάτση που γνωρίζουμε να είχε αυτό ακριβώς στον νου της όταν παρέλειπε το επίθετο, αλλά πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε πιθανότερο πως απευθύνει την αφιέρωση στον Εμπειρίκο, δεδομένου ότι όλα τα ποιήματα που περιέχονται στο βιβλίο της αυτό είναι δημιουργήματα, όπως είδαμε, του έρωτα και της συμβίωσής της με το Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος υπήρξε και ο δάσκαλός της στην ποίηση ή, έστω, ο σύμβουλός της στα πρώτα ποιητικά της βήματα.
Το διαζύγιό τους θα βγει τελικά τον Δεκέμβριο του 1946. Τον επόμενο κιόλας μήνα ο Ανδρέας θα παντρευτεί τη Βιβίκα, ενώ η Μάτση θα έχει αφήσει κιόλας τον Ανδρέα Καμπά και θα βρίσκεται στο Παρίσι, όπου θα συζήσει για οχτώ χρόνια με τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό. Θα γράψει η Μάτση γι’ αυτόν που θα είναι και ο μεγαλύτερος σε διάρκεια έρωτάς της: εσύ αγγίζεις με τη ζωγραφική τα όρια / που χρωματίζουν τα πράματα και τα ονόματά τους / και τους σπαραγμούς τους μια αχτίδα / είναι η ριπή της ορμής σου με τον ρυθμό και τον / σφυγμό και τη βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται / κάποτε ψηλά και κάποτε χαμηλά πάνω σε γκάμες έξω / από κάθε γραφή είμαι πάντα μαζί σου. Θ’ ακολουθήσει, προτού επιστρέψει από το Παρίσι στην Ελλάδα, μια σχέση της με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και άλλες ακόμη που δεν θα τις μάθουμε ίσως ποτέ.
Στο τελευταίο ωστόσο δημοσιευμένο ποίημά της φαίνεται να επιστρέφει άλλη μια φορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο και συγχρόνως να δίνει και μια πλάγια εξήγηση για τον πολυτάραχο τρόπο που βάδισε η ίδια στον έρωτα και στη ζωή: Θα ‘θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο, θα ‘θελα όποιοι και να ‘ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε. Για καλή μας τύχη, οι πόθοι μας σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε, αφού σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής και η ποίησή μας είναι η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου