Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

O Μέγας Ανατολικός

Μέγας Ανατολικός (αφιέρωμα εν προόδω)

ΠΗΓΗ: 
εμπειρικος 24γραμματα)
Γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.


 Ι. Μια εκτίμηση
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος συνιστά μία από τις σημαντικότερες μορφές της νέας, ελληνικής λογοτεχνίας. Η συνεισφορά του δεν λογαριάζεται μονάχα στην εισαγωγή των υπερρεαλιστικών θεωριών, όπως αυτές ήκμασαν στη παριζιάνικη πραγματικότητα. Ο Εμπειρίκος συνδυάζει τη σύμπτωση και τον ευτυχή συγχρονισμό όλων αυτών των ανατρεπτικών ιδεών, οι οποίες έμελλαν να μεταβάλουν οριστικά τη στόχευση της εικαστικής δημιουργίας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ρεαλιστικοποιεί μες στην τέχνη του όλες εκείνες τις παραμέτρους που θρέφουν και ορίζουν τον υπερρεαλισμό. Η δημιουργική του δράση ίσως ακόμη και να ξεπερνά τη θεωρητική προσέγγιση του υπερρεαλισμού, όπως διαμορφώθηκε, σύμφωνα με το δόγμα και τις προτάσεις του Αντρέ Μπρετόν.
Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου στην ελληνική, λογοτεχνική πραγματικότητα εντοπίζεται σε έργα κομβικής σημασίας, των οποίων η δυναμική επηρέασε την λογοτεχνική επικαιρότητα και έθεσε τις βάσεις για μια απροσδόκητη εξέλιξη στα ελληνικά γράμματα. Αποστασιοποιημένος από τις λογοτεχνικές συντροφιές, αποθανατίζοντας όψεις της Άνδρου και της εφηβείας ο Εμπειρίκος παραμένει ένα βαθύ, εικαστικό πνεύμα. Ο Γερμανός Άμπυ Βάρμπουργκ επισημαίνει. Η μεγαλοφυία της εποχής συνιστά μια πραγματική πράξη σύγκρουσης. Και δεν θα μπορούσαμε καλύτερα να συνοψίσουμε την πνευματική παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου, παρά επιστρατεύοντας ένα τέτοιο θεώρημα, αντλημένο από τις πιο γενικές και θεμελιώδεις αρχές της τέχνης. Ο Εμπειρίκος μόνον κατά τα τελευταία έτη και με δεδομένη την ενδελεχή μελέτη του έργου του παρουσιάζεται σ΄όλο το εύρος των σημασιών του στο επαρχιακό, ελληνικό κοινό. Η βασική αυτή ιδιότητα, διατυπωμένη από τον Γιώργο Αριστηνό μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την περιφρόνηση του έργου του Εμπειρίκου, επί σειρά ετών και την τελική αναγνώρισή του στις μέρες μας, με τη διοργάνωση ημερίδων και την έκδοση συγγραμμάτων, τα οποία προσεγγίζουν την κρυμμένη αλήθεια ενός σύγχρονου, σχεδόν βιομηχανικού έργου.
Η ψυχαναλυτική ενασχόληση του Ανδρέα Εμπειρίκου και μάλιστα σ΄επαγγελματικό επίπεδο, σε μια εποχή κατά την οποία η ελληνική κοινωνία βιώνει το τελικό και ολέθριο στάδιο μιας αυτιστικής τάσης μεταδίδει στο δημιουργό το υλικό και την ατμόσφαιρα για να προσεγγιστεί εκείνο το πεδίο που καλείται ψυχικό. Σ΄όλα τα έργα του Εμπειρίκου διαφαίνεται, όχι μόνο η αγωνία ενός κόσμου για την απειλούμενη ελευθερία του, αλλά και η βιομηχανική του ιδιότητα, μεταγγιζόμενη από μια διαρκή και ανεξάντλητη, εξελικτική πορεία. Ο Εμπειρίκος γράφει για την ελευθερία και τα μέσα της και την επίπτωσή της στο ίδιο το πρόσωπο. Και γι΄αυτό θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως στα χέρια του τα προκατασκευασμένα υλικά της τέχνης του λαμβάνουν νέες μορφές, ολότελα αντίθετες με την ηθικοπλαστική ρηχότητα της ελληνικής, λογοτεχνικής πραγματικότητας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος επιδιώκει τη διαρκή ανανέωση, συγχρωτιζόμενος με δημιουργούς όπως ο Νίκος Γκάτσος. Απ΄άλλους δρόμους και οι δυο, σαν τους ηθοποιούς των αυτοσχέδιων λιμπρέτων του Μπόρχες, ο Εμπειρίκος συναντά το δημιουργό της Αμοργού. Με δεδομένη τη γνώση του παρελθόντος και την ατμόσφαιρα του συντριμένου, ελληνικού στοιχείου, ο δημιουργός υμνεί τον έρωτα, προετοιμάζει τις εορτές, την οριστική απελευθέρωση, την ανάσταση από την επιτηδευμένη αρχαιοφιλία και την αποστασιοποίηση από κάθε τάση και καλλιτεχνική πηγή. Είναι ελάχιστοι οι δημιουργοί εκείνοι, οι οποίοι όπως ο Εμπειρίκος διατυπώνουν ένα σαφές όραμα, επιστρατεύοντας την τέχνη για έναν σκοπό υψηλότερο και πιο γενικό. Στην περίπτωσή του η ρητή διατύπωση του Ανδρέα Φραγκιά λαμβάνει σώμα και πνεύμα. Οι εξειδικευμένες αναπαραστάσεις του Εμπειρίκου εκτείνονται διαρκώς προς το γενικότερο. Δεν πρόκειται για μια υποκατάσταση ανάλογη μ΄εκείνη του κυβισμού ή τις αναπαραστάσεις του ρεαλισμού. Η διαδικασία που ακολουθείται στην Οκτάνα, την Προσωπική Μυθολογία, την Υψικάμινο ή το Μυστικό της Πασιφάης συνιστά μια διαδικασία απώλειας. Ακριβώς αυτό το φαινόμενο συνιστά το μέσο με το οποίο καταστρώνεται και τελικά αναδεικνύεται η δημιουργία.Ο Ανδρέας Εμπειρίκος αποτελεί έναν συνεπή συνεχιστή της παράδοσης του νέου, όπως αυτή περιφραστικά περιέγραψε για πάντα τον ελληνικό μοντερνισμό.
Παρά την ευρεία πια αποδοχή του έργου του Εμπειρίκου, εντούτοις ένα από τα πιο εξαίσια δείγματα της λογοτεχνικής του ποιότητας παραμένει στο περιθώριο της κριτικής και της διάδοσης. Ο Μέγας Ανατολικός, το επίπονο αυτό δείγμα του ρεαλισμού παραμένει περιφρονημένο απ΄την κριτική και το ευρύτερο, αναγνωστικό κοινό. Η ελληνική πραγματικότητα αποδέχεται τον Μέγα Ανατολικό ως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του βαθμού τόλμης του ίδιου του συγγραφέα και πολύ λιγότερο ως μια διαφοροποίηση στη στόχευση και τη δυναμική της μυθιστορηματικής γραφής. Με τον Ανατολικό ο Εμπειρίκος κοινωνεί τη μυστική εορτή των ερώτων, των χαμένων ελπίδων, του πνεύματος και των ονείρων που καταργήθηκαν μες σε βήματα λησμονημένα. Το πολύτομο αυτό έργο που δέχθηκε όσα ελάχιστα τη μήνη της κριτικής αναγνωρίζει σε ναύτες, παιδαγωγούς και ένστολους το πρόσωπο του θεού. Η απελευθέρωση του έρωτα, πέρα από τάξεις, οικονομικά κριτήρια, φύλα και εθνολογικές διαφοροποιήσεις δεν μπορούν παρά να σηματαδοτούν την έννοια μιας απόλυτης ελευθερίας. Τα δρώμενα που εξελίσσονται στα πλαίσια του ταξιδιού του μεγάλου υπερωκεάνειου είναι βαθιά ερωτικά, σωματικά. Το ίδιο ελληνικό πνεύμα που δίδαξε στους Φράγκους να εξομολογούνται και ψεύδονται σοφιζόμενοι ελευθερώνεται για να πραγματωθεί μες στα πολλαπλά σχήματα του έρωτα. Αυτός ο τελευταίος, μ΄όλη την πνευματικότητα και τη σωματικότητα που συνεπάγονται οι ψυχολογικές εμβαθύνσεις καταργεί το μυστήριο και τον τρόμο για να παραχωρήσει τη θέση του στην ακατάσχετη φαντασία όσων βιώνουν το τέλος των τάξεων και των περιορισμών.
Ο Μέγας Ανατολικός, ο οποίος θα μας απασχολήσει για τα σύμβολα, τα σημαινόμενα και τις γλωσσολογικές του υπερβάσεις γράφεται μεταξύ του 1945 και 1951. Σε μια εποχή βαθιάς κρίσης και πολιτικής αστάθειας, στην αφετηριακή εποχή του δράματος που θα οδηγήσει αργότερα στη θλιβερή επταετία ο Ανδρέας Εμπειρίκος διατυπώνει το λόγο του ως αντίβαρο στην ταραγμένη πραγματικότητα. Ο πορνογραφικός του χαρακτήρας, όπως αποδόθηκε επιφανειακά σ΄ένα από τα πιο σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας αποτέλεσε επί σειρά ετών τη βασική κριτική γραμμή των επικριτών του. Δεν εκτιμήθηκε ίσως ποτέ πως στα κουμπιά ενός ένστολου εν στύσει καθρεφτίζεται η ιστορία του έθνους και ο συσχετισμός του με την ελληνική πραγματικότητα. Δεν αναγνωρίστηκε η ίδια η ανανέωση του ελληνικού κόσμου ή μια σαφής, τουλάχιστον επιδίωξή της, όταν λαμβάνουν χώρα οι γεννετήσιες εκείνες πράξεις που αποσπούν τον κόσμο απ΄την καθημερινή του επιφάνεια και τον τοποθετούν για πρώτη φορά επίκεντρο μιας κατά το δυνατόν, μεταφυσικής ανανέωσης. Με άλλα λόγια μιλούμε για το θαυμαστό πραγματικό της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που θα αναδειχτεί στο έργο των πιο σημαντικών εκπροσώπων της, όπως ο Κορτάσαρ, ο Καρπεντιέρ και άλλοι που περισσότερο ή λιγότερο πάσχισαν να ανατρέψουν τα καθιερωμένα δόγματα της κοινωνίας και της εποχής τους. Τα ποικίλα, ερωτικά σχήματα, οι απρόβλεπτες γεωμετρίες, τα όρια του απρεπούς που καταργούνται εμπρός στο δέος της απόλαυσης θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ουσιαστική λύτρωση της ελληνικής κοινωνίας, την ώρα που θεσπίζει το πολυετές, επαρχιακό της προσωπείο. Σε τούτο το έργο μπορεί κανείς να βρει ατόφια τη μυστική ηδονή των αγίων, πριν την τελική απόφαση για απομόνωση και αφοσίωση. Και ακόμη τον πρώτο έρωτα της αδοκίμαστης έφηβης και ίσως την έννοια του έρωτα ως λαϊκή θρησκεία. Αυτή η χιμαιρική εποχή την οποία σηματοδοτεί ο Μέγας Ανατολικός τοποθετεί τον Ανδρέα Εμπειρίκος σ΄εκείνη την περίοπτη θέση των διανοούμενων που δεν φοβούνται τις έννοιες των λέξεων, το μέγεθος ή τη σημασία τους. Μες σ΄αυτό το ερωτικό αχανές του ποντοπόρου πλοίου εκτυλίσσεται το δράμα της ανθρωπότητας, η μεγάλη και ανεξάντλητη λατρεία του έρωτα στην πιο γνήσια και γι΄αυτό σωματική του έκφραση. Επινοήσεις, όπως θεοί, μοίρα, φαντασιώσεις όπως τα δρώμενα της ζωής καταργούνται εμπρός στη δυναμική του έρωτα. Αυτή την όψη της απόλαυσης, η οποία σε τίποτε δεν έχει να κάνει με διαπιστώσεις περί εκχυδαϊσμού της ζωής και των στοιχείων της. Οποιαδήποτε αναφορά σ΄άλλο θεό, πέρα από εκείνο του έρωτα, θ΄αποτελούσε μια σύμπτωση για το ανθρώπινο και ελεύθερο φορτίο του Μεγάλου Ανατολικού. Ο Γιώργος Χειμωνάς χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του Ανατολικού συμπύκνωσε την πλοκή του σε μια μόνο έκφραση. Έκτοτε, όλοι αγαπιώνται σαν ακολασία.
Το ίδιο το έργο θα μας αποκαλύψει βαθμιαία τα δομικά και σημασιολογικά μυστικά του. Ο σκοπός των κειμένων που θ΄ακολουθήσουν άλλος δεν είναι παρά η κατοχύρωση του έργου ως ένα από τα πιο πρωτοπόρα δείγματα της ελληνικής λογοτεχνίας, υποκείμενο σ΄όλες τις τάσεις. Όπως ένας που βρίσκεται ηθελημένα αντιμέτωπος με τις πιο αντίξοες συνθήκες και τα ρεύματα τα πιο αντιφατικά, ο Εμπειρίκος αφήνεται στ΄όραμά του, επικαλούμενος τη δυναμική σημασία των συμβόλων, τις γλαφυρές αναπαραστάσεις που είναι μια σύνοψη ζωγραφική και φωτογραφική, τα συναισθήματα, εκφρασμένα πάντα σωματικά και στην πιο αγνή τους εκδοχή. Θα πρέπει να λογιστεί ως κοινός παρονομαστής κάθε μιας απ΄τις εκτιμήσεις που θ΄ακολουθήσουν η αναγνώριση και η πλήρης αποδοχή των αρχών εκείνων που διέπουν τις τρεις διαστάσεις της τέχνης. Η καλλιτεχνική ικανότητα, το στην καθ΄ομιλουμένην εκφερόμενο με τη μεταφυσική και μουσική λέξη ταλέντο. Η κορύφωση που καραδοκεί στα πιο φυσικά γεγονότα, το τυχαίο και αδιάφορο που αναδεικνύεται με ξαφνικές πτυχώσεις και τις συναρτήσεις των πιο ακραίων διαγραμμάτων. Και έπειτα η ευρύτητα, ο χωροταξικός σχεδιασμός σαν να λέμε, μιας πολίχνης με τις μικρές οδούς, τους ανθρώπους που χάνονται και προκύπτουν διαρκώς, τα ιδεολογικά όρια που καταρρίπτονται. Αυτά τα τελευταία ειδικά διαπιστώνονται φωτογραφικά και συνειδησιακά στο έργο του Εμπειρίκου, όταν τίποτε δεν ισχύει και δεν σημαίνει έξω και πέρα από την περιπετειώδη μονομέρεια του έρωτα. Ως πράξη και ιδεολογία εξ ενστίκτου. Σαν τον πολεμικό οίστρο χαμένων, λατινικών φυλών ή την επιτηδειότητα ενός γηραιού μουσικού έξω ακριβώς απ΄τα πωλητήρια χρυσού. Τέλος, συνιστώσα αυτού του κοινού παρονομαστή θ΄αποτελέσει το βάθος. Μ΄άλλον τρόπο η λογοτεχνία δεν τ΄όρισε, παρά με τη λαμπρή και ακατόρθωτη οικονομία των λέξεων. Αυτή η εσωτερικότητα, στοιχείο συγγενικό ανάμεσα στα έργα μέτρα της λογοτεχνικής δημιουργίας είναι η ιδιότητα η πιο δυναμική. Μιλούμε για μια εμβάθυνση με τον τρόπο και το ύφος του δημιουργού. Δεν εξετάζουμε την επιτυχία του σκοπού, τέτοια αξιοσύνη δεν την υιοθετούμε. Ανιχνεύουμε όμως μια πρόθεση που χαρακτηρίζει κάθε πρόσωπο ή σκηνοθεσία και οδηγεί την υπόθεση σ΄ένα προσωπικό επίπεδο, όπου συγκίνηση και διατύπωση συμπίπτουν. Η φόρμα και το συναίσθημα. Τα πρώτα μέλη της εξίσωσης του βάθους.
Ο Μέγας Ανατολικός είτε από μια πρωτη, εξασκούμενη γοητεία, είτε από την πραγματικότητα που πρόκειται να εκτυλισθεί εμπρός μου και ψήγματά της υφίστανται στην κινητικότητα των πρώτων περιγραφών, φαίνεται να ολοκληρώνει τις παραπάνω διαστάσεις. Ο Χαμένος Χρόνος που μας στιγμάτισε κάποτε, τώρα ολοκληρώνει τα κενά του με την ερωτική πράξη. Στο μεταίχμιο της άπνοιας, όταν τα πάθη μας μαίνονται τότε και μόνο τότε θα μπορούσαμε να εκπληρώσουμε την ταραγμένη μας ψυχή. Ουρλιάζοντας τη δυστυχία, το μέλλον του κόσμου, το πρώτο, σκοτωμένο σου άστρο, την ελευθερία που δεν έχει σε τίποτε να κάνει με ανεξάντλητους ουρανούς και βλασταίνει μέσα μας, δρέπποντας τ΄ανέφικτο και το σκοτεινό.Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, -είναι διατυπωμένο ξανά-, δεν θα μιλούσε ποτέ στα παιδιά για το τέλος του αιώνα. Θα εγκατέλειπε την ποίηση, έχοντας πει όσα ονειρεύτηκα, αγαπώντας με πάθος τα πάντα, τόσο ώστε να συλλαβίζει μετά από χρόνια ξανά την όψη τους, σ΄ασπρόμαυρο χαρτί καρτ ποστάλ και τους εύζωνες να γυαλίζουν σε μια άλλη εποχή.Η πρόθεσή του, όπως συστήθηκε στα πρώτα του έργα, η συνέπειά του, η ίδια αυτή κατεύθυνση που δεν μεταβάλεται, επιβεβαιώνουν το σαφές όραμα του δημιουργού. Αυτό το έργο, με το πλοίο σύμβολο, με το βρεττανικό τοπίο της βιομηχανίας του Μέρσευ ποτέ δεν μπορείς να φανταστείς πως θ΄αποκτήσει μια τέτοια τροπή, ώστε από την ολοκαίνουρια, βιομηχανική εποχή να επιστρέφουμε ξανά στο μεσογειακό κλίμα, στην απελευθέρωση μες στο φως και τ΄άλλα, βαθιά, συστατικά μας στοιχεία. Οι επιβαίνοντες, θ΄αποδειχτεί, θ΄αποτελέσουν τους πρώτους πρόσφυγες της βιομηχανικής εποχής. Τους πρώτους, πολιτικούς πρόσφυγες του έρωτα Παύλο Μάτεσι.Μονάχα που η επιστροφή τους αυτή είναι στα καλοκαίρια των ενστίκτων, στους ερωτικούς ιδρώτες, την εφηβεία, σε πράγματα αυστηρώς σωματικά. Πρόκειται για μια ολοκαίνουρια ήπειρο, απ΄εκείνες που ποτέ δεν θ΄ανακαλύψουμε, ώσπου ένας συγγραφέας ή κάποιος παραληρηματικά θα μας εκμυστηρευτεί τ΄όνομα, την ιστορία της, ,όσα την κατέστησαν κάποτε μύθο.
ΙΙ. Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
Μία απ΄τις πτυχές του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου, μία από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις της γενικότερης εργογραφίας του αποτέλεσε η φωτογραφική δραστηριότητα του Εμπειρίκου. Ένα ατελείωτο υλικό αρνητικών προσμένει ακόμη την εμφάνισή του. Η νεότητα, το νησιωτικό, αστικό τοπίο, μαθητές, νεανίσκες, αυτοπροσωπογραφίες σε σπίτια φίλων συνιστούν ένα μέρος μόνο απ΄την ανεξάντλητη θεματική του φακού του Εμπειρίκου. Εντοπίζοντας μες στον καθημερινό κόσμο τα πιο μεταφυσικά υλικά του, δεσμεύει με το φακό μια θαυμαστή όψη του πραγματικού. Με την ίδια ακριβώς αίσθηση, με την οποία υποβάλει παθητικά τα σέβη του στη νεότητα, την ανανέωση και την πνευματικότητα του ίδιου του ερωτισμού έτσι επιλέγει τα θέματα σε επίπεδο φωτογραφικό. Είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής φωτογράφος συγχωνεύει τον ερωτισμό του Μεγάλου Ανατολικού με τα υγρά πρόσωπα των έφηβων κοριτσιών.
Στο αφιέρωμα της φιλολόγου Όλγας Ντέλα για τον φωτογράφο Ανδρέα Εμπειρίκο αποκαλύπτονται τα πλήθη των τοπίων που απασχόλησαν τον δημιουργό. Αναπαράγουμε από το κείμενο της Ντέλα.
Από τις παιδίσκες: Kοριτσάκι με όστρακο, Kοριτσάκι με γάτα, Kοριτσάκι με σκιά, Δεσποινίς Ξ.K., Δεσποινίς N.M., Δεσποινίς M.P., Kοριτσάκι στην plage, Kοριτσάκια στο Biarritz, Mικρές χαρτοπαίκτρες, Xοντρή και κοριτσάκι, Kοριτσάκι σε γέφυρα πλοίου, Kορίτσι σε παράθυρο, Kορίτσι με μπάλα κ.λπ. Kαι ορισμένα ονόματα: Aντριάνα και Eυδοκία, Eυδοκία και Aντριάνα, Mαριάνθη, Λιλή, MαρίαAπό την Eλλάδα: Περιστερεών, Eπερχομένη θύελλα, Παραπόρτι, Πετεινός, Tσιγγάνες, Aγοράκια, Λευκός τοίχος, Eκκλησία με άλμπουρο, Kάμπος στη Σαντορίνη, Aνάβασις, Kαφενείον Aπειράνθου, Mεταφορά βαρελιού, Ποδήλατο, Mελτέμι, Διαφήμισις Kαραγκιοζοπαίκτου, Παπάδες, Γυναίκα με μαντήλι, Aποκαμωμένη ταξειδιώτισσα, Λάμπα και άνθη, Στάμνα και πουλί, Xέρια με σκιές, Σπίτι και γάτα, Δωμάτιο με μπαλλόνι, Mπαλλέτο Σισμάνη, Φωτογραφική μηχανή κ.λπ.
Kαι από το εξωτερικό: Δάσος, Δενδροστοιχία, Σκωτική λίμνη, Bομβαρδισμένη συνοικία, Λαϊκή συνοικία στον Tάμεσι, Kούκλα σε παλαιοπωλείο, Nύκτα στο Παρίσι, Kοιμισμένος αλήτης, Γυμναστική, Mπαλλόνια και πλήθος, Παιδιά στην αμμουδιά, Kοιμωμένη στον ήλιο, Ξαπλωμένη, Tαυρομάχοι εξασκούμενοι, Άφιξις, Oμπρέλες, Iταλίδες στο Πόρτο Φίνο, Λουομένη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά.
Από το Biarritz ως τις κόχες του στόματος της δεσποινίδος Ξ.Κ. υποβάλεται η αίσθηση του ταπεινού, του νεαρού και του άφθαρτου που συμβαίνει ακριβώς αυτήν την τόσο υποκειμενική στιγμή. Τα πορτραίτα του Εμπειρίκου αντλούν από τα στοιχεία του ελληνικού θέρρους και τη μεταφυσική που συνοδεύει την αισθητική και το αίσθημα του γνώριμου μας κόσμου. Γι΄αυτό και η παρουσία των σκιών και τ΄άλμπουρο του ναού και η Σαντορίνη, λιγότερη ηφαιστειογενής από ποτέ. Διότι σε κάθε μία απ΄αυτές προσωποποιείται στο έπακρο η κίνηση του κόσμου και η όψη του και η συνύπαρξη για μια μονάχα φορά πραγμάτων ετερόκλητων, ικανών ν΄αποκαλύψουν την ενότητα του κόσμου. Τίτλοι με περιεχόμενο πνευματικό και πάλι η πλούσια και ευρηματική εικονοποιεία του κόσμου.
Οι πρώτες αυτές προσεγγίσεις στο ύφος και τ΄αρχικό υλικό του Μεγάλου Ανατολικού δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να συστήσουν τα βασικά, δομικά υλικά ενός έργου που αυτοσυστήνεται, με διάφανες προθέσεις ήδη απ΄τ΄αρχικά του στάδια. Η αναφορά μας στη φωτογραφική ιδιότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου πραγματοποιείται για να καταστεί σαφής η ροπή του δημιουργού σ΄ολοζώντανες αναπαραστάσεις, όπως αυτές του Ανατολικού με την ένταση και το μαινόμενο, σαρκικό πάθος.
Καθώς θα εξελίσσεται το έργο και θα μεταφέρει αυτούσια ολόκληρη τη μηνυματική του προς τον αναγνώστη, τ΄αρχικά υλικά θα επιβεβαιώνονται. Ο Μεγάλος Ανατολικός είτε σαν πορνογράφημα, είτε σαν αιρετική ακόμη και σήμερα λογοτεχνία διαφοροποιείται. Τόσο στην πρόθεση, όσο και την ελευθερία, έτσι που ν΄ανακτά κομβική θέση στις πιο εντυπωσιακές τομές του ελληνικού λόγου. Σε κάθε εκτίμηση για το έργο και το συγγραφέα του οφείλει κανείς να μην λησμονεί την τόλμη και την παρότρυνση στην ελευθερία. Ιδεολογίες οι οποίες πραγματώνονται μόνο μες σ΄ένα καθεστώς ασύδοτης και πλήρους ελευθερίας.

Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ...ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ

ΓENΝΗΣΗ: Βραΐλα 1901
ΘΑΝΑΤΟΣ: Aθήνα 1975

Διαθέσιμες Αναγνώσεις

1. Αι λέξεις   (553 Kb - 01:13)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
2. Εις την Οδόν των Φιλελλήνων [απόσπασμα]   (1836 Kb - 04:06)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
3. Ο Δρόμος   (7473 Kb - 07:58)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
4. Ο Κορυδαλλός   (160 Kb - 00:25)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, II, Διόνυσος 1979
5. Οι Χαρταετοί   (1654 Kb - 01:46)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, II, Διόνυσος 1979
6. Όχθη   (192 Kb - 00:25)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
7. Στιγμή πορφύρας   (687 Kb - 01:30)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
8. Στροφές Στροφάλων   (5331 Kb - 05:41)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
9. Το Πλεονέκτημα μιας Κόρης είναι η Χαρά του Ανδρός της   (1507 Kb - 01:36)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
10. Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο   (383 Kb - 00:50)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
11. Ως Έργον Ατελεύτητο   (344 Kb - 00:45)
  διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964
 
  ΠΗΓΗ:

Μηχανή του Χρόνου: Ο παράφορος έρωτας του Ανδρέα Εμπειρίκου με την "ασθενή" του στην ψυχανάλυση

"Ίσως να ‘μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε". Η σχέση πάθους του Ανδρέα Εμπειρίκου με την Μάτση Χατζηλαζάρου

Γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Όταν ο Ανδρέας γνώρισε τη Μάτση Χατζηλαζάρου, ο δυτικός πολιτισμός και μαζί του ολόκληρος σχεδόν ο κόσμος έμπαινε σ’ ένα σκοτεινό τούνελ απ’ όπου δεν επρόκειτο να βγει πριν περάσουν πολλά χρόνια και οπωσδήποτε δεν επρόκειτο να βγει χωρίς πληγές και στίγματα, που ως σήμερα ακόμη δεν έχουν ολότελα εξαλειφθεί. Στην πραγματικότητα, όπως πολύ σωστά και έγκαιρα είχαν διαβλέψει μεταξύ άλλων και οι νεαροί ντανταϊστές, αυτή η διαδικασία συσκότισης και φρίκης είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, ήδη από τα χρόνια του πρώτου μεγάλου πολέμου, και αν το μέγεθος και η διάρκεια του κακού δεν έγιναν αμέσως αντιληπτά απ’ όλους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν και οι πιο ριζοσπαστικές ιδέες και η ελπίδα, που παραδόξως φαινόταν βάσιμη τότε για τη δημιουργία ενός νέου, καλύτερου κόσμου.
Σε αυτήν ακριβώς την προοπτική πρέπει να διαβαστούν και τα λόγια που έγραψε ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκείνη την εποχή, όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος: «…δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος του 1939 να μην αφύπνισε τους ανθρώπους, όπως ξυπνά η μάστιγα το αίμα, διότι δεν είναι δυνατόν, ο πόλεμος αυτός να μην ανοίξη νέους δρόμους, δρόμους που να οδηγούν σε ριζική, σε ουσιαστική αναθεώρησι όλων των αξιών και όλων των πραγμάτων. Και κανείς δεν θέλει σήμερα να είναι αυτή η αναθεώρησις απλή αλλαγή ιδιοκτήτου, μα νέος κόσμος, με νέαν αντίληψι και νέα προσαρμογή – με μία λέξι, μια νέα πραγματικότης, όχι μονάχα υλική μα και ηθική.»

  Γεννημένος με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, το 1901, στην Μπραΐλα της Ρουμανίας από Έλληνα πατέρα και μητέρα κατά το ήμισυ Ρωσίδα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα περάσει ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στη Σύρο και την Αθήνα, όπου θα εγκατασταθεί τελικά η οικογένεια, και ακόμη πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια στα κτήματα των θείων του στη Ρωσία. Η κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα απαγορεύσει οριστικά αυτά τα ταξίδια, την ευδαιμονία των οποίων ως το τέλος της ζωής του θα νοσταλγεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και συγχρόνως θα επιφέρει σημαντικές απώλειες στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του πατέρα του, ενώ το τέλος του πολέμου θα βρει τους δυο γονείς του χωρισμένους. Το γεγονός αυτό θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον νεαρό Ανδρέα και θα σημάνει την αρχή μιας μακριάς σειράς διαφωνιών με τον πατέρα του, οι οποίες σε συνδυασμό με τη βαθιά ιδεολογική διάσταση των δύο ανδρών θα κορυφωθούν το 1926 και θα οδηγήσουν τον ποιητή στο μυθικό Παρίσι του μεσοπολέμου (ενώ είχαν ήδη προηγηθεί αποδημίες και προσωρινές εγκαταστάσεις του στη Λοζάννη, τη γαλλική Ριβιέρα και στο Λονδίνο και θα ακολουθούσε πολύ αργότερα μια αποτυχημένη απόπειρα να κάνει τον γύρο του κόσμου).

  Στο Παρίσι είναι που ο Εμπειρίκος θα ανακαλύψει πια και θα διανοίξει τον δρόμο που επρόκειτο να ακολουθήσει ως το τέλος της ζωής του. Θα αποφασίσει να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση και θα κάνει προσωπική και διδακτική ανάλυση κοντά στον René Laforgue, ιδρυτικό μέλος και πρώτο πρόεδρο της μόλις συσταθείσης τότε Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων. Λίγο αργότερα θα γνωριστεί με τον επίσης ψυχαναλυτή Fra-Whiteman, φίλο του Ανδρέα Μπρετόν, ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία να φέρει σε επαφή τον νεαρό έλληνα ποιητή με την πάντοτε δραστήρια και ανήσυχη ομάδα των υπερρεαλιστών, με τους οποίους από τότε και ως το 1931, που θα επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα, θα συναντιέται καθημερινά στα θρυλικά καφέ της Place Blanche και θα συζητούν με πάθος και διαύγεια για την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Στην Ελλάδα πια θα αποπειραθεί να υλοποιήσει την κατεύθυνση της ψυχαναλυτικής του θεραπείας και να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, εργαζόμενος σε μια από τις επιχειρήσεις του. Ανεπιτυχώς όμως, αφού, όταν αργότερα θα ξεσπάσουν απεργίες, θα παραιτηθεί από τη διευθυντική του θέση για να μη φανεί ασυνεπής στις μαρξιστικές του ιδέες. Ελεύθερος πλέον από κάθε υλική και ηθική δέσμευση θα κάνει το μεγάλο διπλό βήμα και θα εισαγάγει στην «επαρχιακή» Ελλάδα την ψυχανάλυση, ασκώντας και βιοποριζόμενος στο εξής από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, και τον υπερρεαλισμό, εκδίδοντας το 1935 το πρώτο ελληνικό υπερρεαλιστικό βιβλίο, την Υψικάμινο και δίνοντας την περίφημη διάλεξή του «Περί Συρρεαλισμού» μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν, όπως αφηγείται ο αυτήκοος κι αυτόπτης Οδυσσέας Ελύτης.

  Με την ιδιότητα του ψυχαναλυτή είναι που θα τον πρωτογνωρίσει, γύρω στα 1938, και η Μάτση Χατζηλαζάρου και θα καταφύγει σε αυτόν ως ψυχαναλυόμενη αρχικά, για να καταλήξουν στη συνέχεια, και κόντρα σε κάθε ψυχαναλυτική δεοντολογία, ερωτευμένοι και παντρεμένοι.
Η Μάτση (Μαρία Λουκία) Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους.

  Ο πατέρας της ήταν πλούσιος έμπορος της πόλης, ενώ ο παππούς της ήταν ο Περικλής Χατζηλαζάρου, πρόξενος τότε των ΗΠΑ, και γνωστός από τη συμμετοχή του στα γεγονότα του Μαΐου του 1876 στη Θεσσαλονίκη, όπου υπερασπίστηκε τους Έλληνες απέναντι στην τουρκική βαρβαρότητα. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια της Μάτσης με την ίδια μωρό κατέφυγε αρχικά στη Νότιο Γαλλία και στη συνέχεια στη Ρώμη, απ’ όπου επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη το 1919 και ένα χρόνο αργότερα στην Αθήνα. Παρόλο που η οικογένειά της αντιμετώπιζε ήδη οικονομικά προβλήματα, η Μάτση Χατζηλαζάρου, όπως μας πληροφορεί η Άντεια Φραντζή από την οποία προέρχονται και οι περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες που δίνονται εδώ, σύμφωνα με αρκετά διαδεδομένη συνήθεια της εποχής και της τάξης της, εκπαιδεύτηκε “κατ’ οίκον”. Για τους γονείς της όμως ήταν κιόλας αργά· εξαρτημένοι από τη μορφίνη θα οδηγηθούν ταχύτατα σε οικονομική χρεοκοπία και στον θάνατο, που θα έρθει μέσα σε διάστημα έξι μηνών και για τους δύο, το 1934.
Ο έρωτας με τον ψυχαναλυτή
Η Μάτση είχε ήδη παντρευτεί το 1931, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά χρονών, τον βαυαρικής καταγωγής Καρλ Σούρμαν και εργάζεται σε κατάστημα της Αθήνας. Το 1936 χωρίζει για να ξαναπαντρευτεί το 1937 τον Σπύρο Τσαούση, γεωπόνο και αρχιτέκτονα κήπων. Την επόμενη κιόλας χρονιά διαλύεται και αυτός ο γάμος και η Μάτση Χατζηλαζάρου, με βαθιά τραύματα από τους δύο αποτυχημένους γάμους και από την κατάρρευση και τον θάνατο των γονιών της, καταφεύγει για βοήθεια στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, για να καταλήξει πολύ γρήγορα να τον αγαπήσει απελπισμένα και να αγαπηθεί παράφορα από αυτόν. Μια ιδέα για τη μορφή των δύο ερωτευμένων ποιητών μπορούμε να πάρουμε από τις περιγραφές τους που μας έχουν χαρίσει ο Κωστής Μπαστιάς για τον Ανδρέα και ο Μάνος Χατζιδάκις για τη Μάτση. Ο Εμπειρίκος πρώτα, όπως ήταν το 1936: «Ο κ. Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ένας νέος τριάντα πέντε χρόνων, μετρίου αναστήματος, με ένα μαύρο υπογένειο, λεπτός και μάλλον ωχρός. Θυμίζει πολύ τύπους Ρώσων επαναστατών ή αναρχικών που εζούσαν εις το εξωτερικόν διωγμένοι από την πατρίδα τους. Μιλά σιγά και είναι εξαιρετικά λεπτός εις τους τρόπους του. Τα μάτια του είναι μεγάλα και όταν εκθέτη τα θεωρητικά ερείσματα του σουρρεαλισμού παίρνουν μια έκφραση και ζωηρότητα». Και η Μάτση, όπως την αντίκριζε διαχρονικά και ποιητικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Υπήρχε ένα κορίτσι, που ήξευρε καλά και με περίσσια χάρη, ν’ ανατινάζει τα μαλλιά της στο πλάι του άντρα, ν’ αγγίζει το κεφάλι της μ’ εμπιστοσύνη στον ώμο του και να προσέχει με προσήλωση θρησκευτική την «Μοδιστρούλα» και τον «Θανάση Σακαφλιά». Κι ύστερα πάλι ο Κλωντέλ και ο Ρεμπώ με τον Μπορίς Βιαν, καθώς γεννοβολούσε στην κοιλιά της όλα τα μωρά της πλάσης».

  Η ψυχαναλυτική δεοντολογία είναι αυστηρά απαγορευτική στην ανάπτυξη φιλικών και πολύ περισσότερων ερωτικών σχέσεων μεταξύ αναλυτή και ασθενούς. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γνώριζε φυσικά και θα τηρούσε τον κανόνα αυτό. Όπως μας πληροφορεί εξάλλου ο Θανάσης Τζαβάρας, σχετικά με την κλινική του πρακτική γνωρίζουμε ότι είχε μία τυπική μορφή σε διάρκεια συνεδρίας και συνήθεις διευθετήσεις αμοιβής και απουσίας, το δε ψυχαναλυτικό πλαίσιο υπήρξε κλασικό. Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως ευθύς εξαρχής θα έθεσε στη θεραπευομένη του τα όρια που απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη θεραπεία. Ο έρωτας όμως δεν αποδέχεται εύκολα όρια και απαγορεύσεις και, πολύ περισσότερο, ο τρελός και παράφορος έρωτας, στον οποίο ομνύουν και τον οποίο ζούνε και προπαγανδίζουν με φανατισμό οι υπερρεαλιστές, δεν αποδέχεται καθόλου απαγορεύσεις και κανόνες.
Πολύ γρήγορα λοιπόν η σχέση Ανδρέα Εμπειρίκου και Μάτσης Χατζηλαζάρου από επαγγελματική-θεραπευτική μετατράπηκε σε ερωτική-ποιητική. Ιδού πως περιγράφει τη μεταμόρφωση αυτή η ποιητική φαντασία του Εμπειρίκου σε ένα ποίημά του που γράφτηκε τότε ακριβώς, το 1939, και είναι βέβαια αφιερωμένο στη Μάτση: «Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεώς μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι, είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφηνε ημίγυμνο το στήθος σου. […]Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων».

  Βρίσκουμε εδώ συγκεντρωμένα μέσα σε λίγες φράσεις όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν πάντοτε τους ερωτευμένους (χωρίς ποτέ να παλιώνουνε, όπως δεν παλιώνει το φιλί και η νυχτερινή γαλήνη): την αυτάρκη μοναξιά τους, τη λήθη του παρελθόντος, τη βεβαιότητα του μέλλοντος, την εξιδανίκευση της μορφής και τον ερωτισμό, την ολοκληρωτική κατοχή του ενός από τον άλλο. Βρίσκουμε όμως κυρίως την ποίηση. Γιατί στ’ αλήθεια από δω και πέρα ο έρωτάς τους θα ζήσει αποκλειστικά μέσα στο φως και στο τρυφερό σκοτάδι της ποίησης και η ποίηση και των δύο θα ανθίσει μέσα στην υγρασία και την υψηλή θερμοκρασία του έρωτα. Ο Ανδρέας θα γράψει και θα αφιερώσει στη Μάτση άλλο ένα κείμενό του από την ίδια συλλογή (Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία), το Τόπος τοπείου, καθώς και ολόκληρη την Ενδοχώρα του, παρόλο που εκεί περιέχονται ποιήματα γραμμένα προτού ακόμη τη συναντήσει και παρόλο που τυπώθηκε τελικά το 1945, όταν πια είχαν χωρίσει. Ποιήματα που δοξάζουν τον έρωτα και την ποίηση ως μια ομοούσια και αδιαίτερη οντότητα, ως τη μοναδική και παντοδύναμη ουσία της ζωής: Η παρόρμησις είναι μια συνοχή εαρινών βλυσμάτων. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.
Η Μάτση πάλι θα γεννηθεί ως ποιητικό υποκείμενο, σύμφωνα με τη διατύπωση τής Άντειας Φραντζή, από τη στιγμή που θα συναντήσει τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου πως το ψευδώνυμο που θα υιοθετήσει για την έκδοση των πρώτων της βιβλίων, Μάτση Ανδρέου, παραπέμπει ευθέως και ξεκάθαρα στον Ανδρέα Εμπειρίκο. Δεν θα γράψει, κατά τα φαινόμενα, τα πρώτα της ποιήματα παρά μόνο αφού θα έχει δεχθεί την τριπλή επίδραση του Εμπειρίκου, ο οποίος ως ψυχαναλυτής πρώτα θα επουλώσει τα τραύματά της και θα τη βοηθήσει ν’ αφήσει ελεύθερη την ερωτική της ιδιοσυγκρασία, ως ποιητής κατόπιν θα της μεταδώσει το μήνυμα και τους τρόπους του υπερρεαλισμού και ως ερωτικός σύντροφος στο τέλος θα αποτελέσει τότε το αποκλειστικό αντικείμενο της δημιουργικής της έξαρσης. Και θα γράψει η Μάτση, από τότε ξεκινώντας κι ως το τέλος της ζωής της, ποιήματα που δονούνται και φλέγονται από το πάθος κι από τα πάθη του έρωτα, εξαίσια ποιήματα που άλλοτε αποτελούν ένα δοξαστικό του απόλυτου έρωτα κι άλλοτε έναν θρήνο για την απώλειά του ή μια δέηση για την επιστροφή του και μιαν απόπειρα ανάκλησης της αρχέγονης στιγμής (για να θυμηθούμε έναν άλλο ακραιφνή και παράφορο υπερρεαλιστή).
Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη, που ξαναφέραμε μαζί. Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια. Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων. Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου. Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

  Πολύ γρήγορα, τον Ιούλιο του 1940, ο Ανδρέας και η Μάτση θα παντρευτούν. Δεν υπάρχει πια περιθώριο για καθυστερήσεις, οι καιροί είναι δύσκολοι και το μέλλον φαντάζει, ακόμη και για τους δύο ερωτευμένους ποιητές, σκοτεινό και απειλητικό και μέλλει ν’ αποδειχθεί πολύ χειρότερο. Η επισημοποίηση της σχέσης τους με τον γάμο προσφέρει κάποια επίφαση ασφάλειας, ενώ ο πόλεμος ήδη μαίνεται στην Ευρώπη και δεν θ’ αργήσει να φτάσει και στην Ελλάδα. Το σπίτι του ζευγαριού θα γίνει καθ΄ όλη τη διάρκεια της σκληρής Κατοχής ένα φιλόξενο καταφύγιο για τους ποιητές εκείνους που επιμένανε να διεκδικήσουνε το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, στην ποίηση και τον έρωτα σε πείσμα όλων των κινδύνων και των στερήσεων, των απαγορεύσεων και των περιχαρακώσεων. Αφηγείται εκ μέρους όλων αυτών ο Οδυσσέας Ελύτης: Οι τακτικές συγκεντρώσεις της Πέμπτης, που κρατήσανε σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής, και ακόμη – αλλά όχι με την ίδια ζωηρότητα – μετά την Απελευθέρωση, έμειναν ιστορικές. Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνη Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του αδικοσκοτωμένου, λίγο αργότερα, Κίτσου Μαλτέζου – Μακρυγιάννη, και πολλών άλλων νέων. Του Μίλτου Σαχτούρη, θα συμπληρώσουμε εμείς, του Δημήτρη Παπαδίτσα και του Έκτορα Κακναβάτου, του Ανδρέα Καμπά.
Οι μέρες και οι νύχτες που έβρισκαν τον Ανδρέα και τη Μάτση αγκαλιασμένους και τα ποιήματα που εκείνοι έγραφαν ήταν το δικό τους καταφύγιο από τη βαρβαρότητα όλη εκείνη την άγρια και σκοτεινή περίοδο. Η έμπνευση του ενός γινόταν έμπνευση για τον άλλο: πάρα πολλοί από τους στίχους της Μάτσης φαίνεται να αποκρίνονται σε στίχους του Ανδρέα, ενώ δεν θα ήταν ενδεχομένως εντελώς άστοχη η υπόθεση ότι κι ο Εμπειρίκος κάτι διδάχθηκε από τη μαθήτριά του στην ποίηση, την τολμηρή ερωτική εκφραστική της ίσως – όχι ακριβώς το τολμηρό λεξιλόγιο, που ήδη το είχε κατακτήσει αυτός, μα τον τρόπο της να μιλάει άμεσα και βιωματικά για το σώμα της και για τον έρωτα. Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή. Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μού ‘φραξαν οι αντιστάσεις μου. Προερχόμενο εκείνη ειδικά την εποχή από μια γυναίκα αυτό το μάθημα γινόταν ακόμη πολυτιμότερο.
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζύ σου, εύχεται ο ένας. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου, τα χέρια σου δυο μικρά καβούρια, απαντάει ο άλλος. Πλατιά τα στέρνα μας και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα, δηλώνει ο Ανδρέας. Μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι η τρυφερότης σου, βεβαιώνει η Μάτση. Και ο διάλογος των δύο ερωτευμένων ποιητών συνεχίζεται: Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει, η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά. Για ν’ ανταποκριθεί αμέσως ο Εμπειρίκος: Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου. Κι η Μάτση καταφάσκοντας στην ποίηση, στον έρωτα, στη ζωή, λέει Ναι: Ναι. Ό,τι δεν φθάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας.
Ο χωρισμός
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μάτσης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου) Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1944, με τη λιτή και διφορούμενη, όπως θα δούμε, αφιέρωση «στον Ανδρέα». Η Μάτση κι ο Ανδρέας όμως είχαν τότε ήδη χωρίσει, έχοντας συναντήσει τον έρωτα αλλού. Ο μεν Εμπειρίκος στο πρόσωπο της Βιβίκας Ζήση, που έμελλε πολύ γρήγορα να γίνει η δεύτερη σύζυγός του και να ζήσει μαζί του (όσο γαλήνια η εποχή επέτρεπε) μέχρι το τέλος. Γιατί, κατά πως φαίνεται, όσο η ποιητική του φαντασία ξεμάκραινε προς τον άγριο κι ασίγαστο Ωκεανό, άλλο τόσο επιθυμούσε ο ποιητής την ηρεμία και την τρυφερή αγάπη, που τη βρήκε στη Βιβίκα, στον γιο που γεννήθηκε από τον έρωτά τους και στην προσφιλή του Άνδρο, που όλο και συχνότερα επισκεπτότανε από τότε και στο εξής. Θα γράψει τον άλλο χρόνο στη Βιβίκα ο ερωτευμένος ποιητής: «…αγάπη μου άγγιξέ με / Να νιώσω κι εγώ για μια στιγμή / Έστω για μια στιγμή μονάχα, / Ότι δεν είμαι πάντα Ωκεανός που συνεχώς βογγά / Αλλά και θάλασσα αυγουστιάτικη / που σπαρταρά / στον ήλιο.». Η δε Μάτση Χατζηλαζάρου θα συνδεθεί ερωτικά με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, γεγονός που θα προβληματίσει τους γνωστούς του ζευγαριού, όταν θα εμφανιστεί η ποιητική της συλλογή με την αφιέρωση «στον Ανδρέα». Γράφει σχετικά ο Μάνος Χατζιδάκις: «Κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε». Και απαντάει ο ίδιος εξηγώντας ότι η αφιέρωσή της «δεν περιείχε αμηχανία – ΄σε ποιον΄ αλλά τόλμη. Και στους δύο». Δεν θα ήταν απίθανο για την τολμηρή Μάτση που γνωρίζουμε να είχε αυτό ακριβώς στον νου της όταν παρέλειπε το επίθετο, αλλά πρέπει μάλλον να θεωρήσουμε πιθανότερο πως απευθύνει την αφιέρωση στον Εμπειρίκο, δεδομένου ότι όλα τα ποιήματα που περιέχονται στο βιβλίο της αυτό είναι δημιουργήματα, όπως είδαμε, του έρωτα και της συμβίωσής της με το Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος υπήρξε και ο δάσκαλός της στην ποίηση ή, έστω, ο σύμβουλός της στα πρώτα ποιητικά της βήματα.
Το διαζύγιό τους θα βγει τελικά τον Δεκέμβριο του 1946. Τον επόμενο κιόλας μήνα ο Ανδρέας θα παντρευτεί τη Βιβίκα, ενώ η Μάτση θα έχει αφήσει κιόλας τον Ανδρέα Καμπά και θα βρίσκεται στο Παρίσι, όπου θα συζήσει για οχτώ χρόνια με τον Ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό. Θα γράψει η Μάτση γι’ αυτόν που θα είναι και ο μεγαλύτερος σε διάρκεια έρωτάς της: εσύ αγγίζεις με τη ζωγραφική τα όρια / που χρωματίζουν τα πράματα και τα ονόματά τους / και τους σπαραγμούς τους μια αχτίδα / είναι η ριπή της ορμής σου με τον ρυθμό και τον / σφυγμό και τη βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται / κάποτε ψηλά και κάποτε χαμηλά πάνω σε γκάμες έξω / από κάθε γραφή είμαι πάντα μαζί σου. Θ’ ακολουθήσει, προτού επιστρέψει από το Παρίσι στην Ελλάδα, μια σχέση της με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και άλλες ακόμη που δεν θα τις μάθουμε ίσως ποτέ.
Στο τελευταίο ωστόσο δημοσιευμένο ποίημά της φαίνεται να επιστρέφει άλλη μια φορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο και συγχρόνως να δίνει και μια πλάγια εξήγηση για τον πολυτάραχο τρόπο που βάδισε η ίδια στον έρωτα και στη ζωή: Θα ‘θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο, θα ‘θελα όποιοι και να ‘ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε. Για καλή μας τύχη, οι πόθοι μας σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε, αφού σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής και η ποίησή μας είναι η ζωή.