Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

"Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό"
(Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, μιλάει στον Τάσο Γουδέλη, συγγραφέα και σκηνοθέτη.)
http://tasosgoudelis.wordpress.com/

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ: δεν ξέρω εάν ποτέ σκεφθήκατε ότι πιθανόν υπάρχει στην μνήμη σας μία πρώτη εικόνα από τον πατέρα σας...
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Όταν το σκέπτομαι, μου είναι δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία που άρχιζε.Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό.
Τ.Γ.: Κάνοντας αναδρομή στις πρώτες σας μνήμες από τους γονείς σας και τους χώρους στους οποίους ζήσατε, ποια άλλα στοιχεία έχετε συγκρατήσει εκτός των προηγουμένων;
Λ.Ε.: Πολλά απ' όσα συνέβαιναν στο εξοχικό σπίτι μας, στην Γλυφάδα (Αθηνών 3), που νοικιάζαμε από το 1958, όταν ήμουν ενός έτους, μέχρι τον θάνατο του μπαμπά το 1975. Θυμάμαι τα παιχνίδια στα μπλε και άσπρα πλακάκια του κήπου και στα κόκκινα και άσπρα του εσωτερικού. Με έβγαζε και σ' εκείνο το σπίτι φωτογραφίες. Περνούσαν τα αεροπλάνα για το Ελληνικό και ο μπαμπάς μου μάθαινε τα μοντέλα τους. Ακούγαμε τον θόρυβο και φωνάζαμε μαζί: ''DC 6 της Ολυμπιακής'', ''Λόκχηντ Κονστελέησον της Λουφτχάνσα''... Ήξερα από 4 ετών όλους τους τύπους των αεροπλάνων.Έντονες αναμνήσεις έχω και από το Παρίσι, όπου πήγαμε το 1961 για μια εγχείρηση της μητέρας μου και μείναμε δύο μήνες. Έχει αποτυπωθεί έντονα μέσα μου το ξενοδοχείο Οτέλ Αβιατίκ, στη Ρη ντε Βοζιράρ, και η κλινική. Πήγαμε με τραίνο. Περνώντας από την Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς ήταν ενθουσιασμένος γιατί την αγαπούσε πολύ. Μ' έκανε να πλάσω μύθους γι' αυτή την χώρα. Βλέπαμε άλογα μεταξύ Μακεδονίας και Σερβίας και εκείνος συνεχώς σχολίαζε με πάθος τις εικόνες. "Γυιέ μου", έλεγε, ((η Γιουγκοσλαβία δεν είναι μία αλλά πολλές δημοκρατίες...", και μου τις απαριθμούσε: Σερβία, Κροατία, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία. Του άρεσε η Ιστορία και μου μετέδωσε την αγάπη του. Πάντα μου μιλούσε για ιστορικά γεγονότα αλλά τα διάνθιζε με μυθικά στοιχεία.Στην επιστροφή από το Παρίσι χρησιμοποιήσαμε και πλοίο που πήραμε στην Βενετία. Στο ποίημα του ((Ο δρόμος" ο στίχος "... μια τελευταία Βενετία..." έχει σχέση και με εκείνο το ταξίδι μας.
Τ.Γ.: Μα και ο άλλος στίχος "... και ένας περάτης γονδολιέρης", στο ίδιο ποίημα, φαντάζομαι ότι είναι εμπνευσμένος από τότε...
Λ.Ε.: Ακριβώς. Από τον γονδολιέρη που μας πήρε από τον σταθμό και μας μετέφερε στο καράβι Σαν Τζόρτζιο της "Αντριάτικα". Το πλοίο αυτό μας έφερε στον Πειραιά. Πέρασε μέσα από τον Ισθμό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μπαίνοντας στον Σαρωνικό, ο μπαμπάς αναφωνούσε μακρόσυρτα: <<Μπαίνουμε στο Σαρωνικοοό...>>Το << Καμιά φορά επιστρέφοντας από τους Παρισίους... μέσα στ' αρώματα της πεύκης...>> αναφέρεται σ' εκείνη την εμπειρία. Και να σας πω: τα πεύκα τότε του Σοφικού της Κορινθίας και των Μεγάρων ευωδίαζαν γύρω από το πλοίο. Άρεσε στον πατέρα μου το ταξίδι δια θαλάσσης. Αγαπούσε το νερό, τις μεγάλες επιφάνειες και τα ταξίδια. Αντιμετώπιζε τα πλοία ως ποιητικά αντικείμενα, ως πηγές έμπνευσης... Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν εφοπλιστής, και του μετέδωσε την λατρεία του για τα καράβια. Γενικά αγαπούσε τις μηχανές: αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πλοία, τρακτέρ. Είχα μια πολύ πλούσια συλλογή παιχνιδιών Ματς μποξ. Το συρτάρι του γραφείου του ήταν γεμάτο από μοντέλα. Τα είχε αγοράσει από παλιά και τα φύλαγε (θαυμάζοντας τα, πρώτα ο ίδιος), για να μου τα χαρίσει στα γενέθλια μου στα 7 μου χρόνια. Τα έχω ακόμα...Προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα. Ήταν από τους πρώτους που οδηγούσε μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα. Κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος του ζήτησε να αγοράσει μια Χέντερσον που την είχε φέρει με πλοίο ο παππούς μου από την Αμερική. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών και το περιστατικό συνέβη λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος από το δάγκωμα της μαϊμούς.
Τ.Γ.: Μιλείστε μου για το οικογενειακό σας δέντρο.
Λ.Ε.: Ο πατέρας μου είχε τρία αδέλφια: ήταν ο μεγαλύτερος, ακολουθούσε ο Μαράκης, μετά ο Τάκης και τελευταίος ο Κίμων. Ο Τάκης πέθανε νεότατος και ο Κίμων το 1981, στην Νέα Υόρκη.Ο παππούς Λεωνίδας ήταν εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη. Η καταγωγή του ήταν από την Χώρα της Άνδρου. Ο ιστορικός και μελετητής της Άνδρου Δημήτρης Πολέμης έχει πει ότι η απώτερη καταγωγή του είναι από κάποιους Μπιρίκους, που ζούσαν πριν από τον 19ο αιώνα, στην βόρεια Χίο και εγκαταστάθησαν στο χωριό Αψηλού της Άνδρου όπου υπάρχει ακόμα ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Το όνομα Λεωνίδας προήλθε από αλλαγή του Λινάρδος και το Εμπειρίκος από διασκευή του Μπιρίκος. Ανάδοχος και των δύο υπήρξε ο Θεόφιλος Καΐρης, τον οποίο, σημειωτέον, θαύμαζε ο πατέρας μου ως διαφωτιστή. Ο παππούς μου πήγε στην Βραΐλα αρχές του περασμένου αιώνα και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1901. Δύο Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανό. Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα κατά το ήμισυ και του έμαθε τη γλώσσα της άριστα. Τους άκουγα να μιλούν ρωσικά ακόμα και στο τηλέφωνο και καταλάβαινα τα πάντα. Ο πατέρας μου μέχρι το 1914 ζούσε τον περισσότερο καιρό στην Σύρο και πήγαινε πολύ συχνά στην Ρωσία.
Τ.Γ.: Είναι γνωστή και περίπου θρυλική η σχέση τον Ανδρέα Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση. Πότε, όμως, αρχίζει να ασχολείται με την λογοτεχνία;
Λ.Ε.: Από τα 18 μέχρι τα 22 του χρόνια έγραφε στίχους παλαμικούς. Η σχέση του με τη λογοτεχνία καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του.Σε ηλικία 17 χρονών περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός, ''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα δικασθεί από το ΚΚΕ. Με την ψυχανάλυση ασχολήθηκε σε μια εποχή μεγάλης κρίσης με τον πατέρα του, όταν περνούσε μια ζωή ως "πλαίυ μπόυ" στην Κυανή Ακτή, σε ένα πολυτελές σπίτι που είχε αγοράσει ο πατέρας του από έναν ρώσο πρίγκηπα για να ζήσει στην Γαλλία. Επισκέφθηκα αυτό το σπίτι με την μητέρα μου το 1978: είχε μετατραπεί σε πολυκατοικία ακριβών διαμερισμάτων... Στην παλιά του κατάσταση φαίνεται καθαρά σε φωτογραφίες του πατέρα μου με τα αδέλφια του, όπου όλοι ποζάρουν δίπλα σε ωραίες φιλενάδες του παππού μου. Και ο πατέρας μου είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες εκείνη την εποχή, στην δεκαετία του '20. Όμως περνούσε ταυτόχρονα και μεγάλη ηθική κρίση. Ένιωθε άσχημα απέναντι στην μητέρα του, που ο πατέρας του είχε χωρίσει εν τω μεταξύ, αλλά και βλέποντας την τεράστια ταξική ανισότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκε. Διηγόταν ότι κάποτε μια νεαρή υπηρέτρια του είπε: ((Κύριε Ανδρέα, είσθε ο μόνος εδώ μέσα που διαφέρει από τους άλλους...". Τότε ανακάλυψε την ψυχανάλυση και έκανε πρώτα ο ίδιος ανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο όπου, εκτός από την συμμετοχή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις εκεί, είχε διακόψει τις σπουδές του στην φιλοσοφία και στην αγγλική φιλολογία. Η μητέρα του ζούσε στην Λωζάνη και ο πατέρας μου την επισκεπτόταν. Παράλληλα σπούδασε στην ίδια πόλη οικονομικά. Έφερε βαρέως τον χωρισμό των γονέων του.
Τ.Γ.: Στην εποχή της γαλλικής "Αβάν-γκαρντ" του '20, γνωρίζεται με τον Αντρέ Μπρετόν και έρχεται σε επαφή με τον σουρρεαλισμό, αν δεν απατώμαι...
Λ.Ε.: Με τον Μπρετόν έρχεται σε επαφή μέσω του Φρουά Ουιτμάν, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός φίλος του ρεύματος του σουρρεαλισμού: γιατί, καίτοι ο Φρόυντ επηρέασε τις ιδέες των σουρρεαλιστών, η ψυχανάλυση ως επιστήμη δεν αποδεχόταν την πρωτοκαθεδρία της Τέχνης... Στο Παρίσι ο πατέρας μου πήγαινε στα μαθήματα φιλοσοφίας του Αλεξάντρ Κοζέβ για τον Χέγκελ μαζί με τον Μπρετόν, τον Λακάν, τον Κενώ και άλλους. Έκανε κάπως ανορθόδοξα την διδακτική του ανάλυση: γιατί ο Λαφόργκ ήταν ταυτόχρονα και ψυχαναλυτής του. Υπολογίζω ότι αυτή η διαδικασία κράτησε από το 1925 έως το 1931. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και υλοποιώντας την ((γραμμή" της ψυχαναλυτικής του θεραπείας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, εργαζόμενος ως διευθυντής των ναυπηγείων και μηχανουργείων ((Βασιλειάδη", μιας εκ των επιχειρήσεων δηλαδή του παππού μου. Το 1934, όμως, διαφωνεί με τον τελευταίο, παίρνει το μέρος των εργατών, παραιτείται και δεν τον ξαναβλέπει. Αρχίζει τότε να βρίσκεται, μέχρι το 1939, μεταξύ Αθήνας και Παρισίων. Εν τω μεταξύ ο παππούς μου απογοητευμένος, επειδή η κυβέρνηση Τσαλδάρη, νομίζω, δεν επιδότησε την επιχείρηση του της "Εθνικής Ακτοπλοΐας", την πούλησε, όπως και όλη του την περιουσία στην Ελλάδα, ακόμα και αυτή της Άνδρου. Έφυγε στην Γαλλία και δεν γύρισε ποτέ.Ο πατέρας μου, στο ίδιο διάστημα, γράφει πολλά κείμενα. Έως το 1933 γράφει μη υπερρεαλιστικά κείμενα. Εκδίδει το 1935, ως γνωστόν, την Υψικάμινο. Ανοίγει το γραφείο του και κάνει ψυχανάλυση επί 16 χρόνια. Παντρεύθηκε την Μάτση Χατζηλαζάρου το 1940.
Τ.Γ.: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το έργο του δημιουργεί την βεβαιότητα, εκτός των άλλων, ότι ο αναγνώστης έχει να κάνει με ένα απολύτως διονυσιακό άτομο. Πόσο αυτή η εικόνα αντιστοιχίζεται με εκείνη του ανθρώπου που ζει μέσα στους αστικούς κανόνες, επικεφαλής μιας οικογένειας;
Λ.Ε.: Να επαναλάβω -και αυτό είναι μάλλον παράδοξο- ότι η συνολική μου εντύπωση απ' αυτόν μέχρι τέλους είχε σχέση με την εικόνα ενός συνετού και απολύτως αγαθού οικογενειάρχη. Παρ' ότι ήταν φανερό πως του άρεσαν υπερβολικά οι γυναίκες, μα πάρα πολύ... Όμως δεν μου μετέδωσε αυτή την ακραία, ας πούμε, βακχική διάθεση που εκλύει το έργο του. Όταν πρωτοδιάβασα έφηβος, με κριτικό πνεύμα, τα κείμενα του ή άκουσα να τα απαγγέλλει στον δίσκο, παραξε-νεύθηκα, ομολογώ, με την διαφορά που παρουσίαζαν όλ' αυτά με την συμπεριφορά του ως πατέρα. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτές οι αντιθέσεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μιαν προσωπικότητα. Αν και να σας πω, μπορεί η ζωή του πατέρα μου μέχρι τον πρώτο του γάμο ή μέχρι το 1947, όταν παντρεύθηκε την μητέρα μου, να ήταν διαφορετική απ' αυτήν που γνώρισα...
Τ.Γ.: Εξ όσων έχω διαβάσει έχει ενδιαφέρον η ζωή τον πατέρα σας στα χρόνια της Κατοχής.
Λ.Ε.: Κατά την διάρκεια της Κατοχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Από το 1934, όταν έπαψε να έχει σχέσεις με τον πατέρα του, βιοπορίζεται από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του στον Εμφύλιο, μετά την τραυματική του εμπειρία λόγω της ομηρίας του από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν πω για την ζωή του στην Κατοχή και τις μετέπειτα περιπέτειες του, να κάνω μια παρένθεση και να προσθέσω ότι επί μια δεκαετία ήταν ακραιφνής Μαρξιστής θεωρητικά, και σοσιαλιστής. Το ότι δεν εντάχθηκε σε κόμμα είναι, νομίζω, προφανές εξαιτίας της απόλυτα αρνητικής στάσης του κόμματος λόγω υπερρεαλισμού και ψυχανάλυσης. Το 1936 δίνει μια συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά στην οποία κατηγορεί την συντηρητική στροφή της Γ' Διεθνούς και ακολουθεί την τροτσκιστική στροφή του Μπρετόν αλλά χωρίς να ενταχθεί πρακτικά. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Όταν έγινε η ρήξη των γάλλων υπερρεαλιστών με το Γαλλικό Κ.Κ. έστειλε στον Μπρετόν, το 1935, ένα τηλεγράφημα στο οποίο έλεγε ότι τον ακολουθεί με μεγάλη χαρά ελπίζοντας, όμως, να μην έχει κόψει τις γέφυρες με τον ιστορικό υλισμό και την ψυχαναλυτική θεωρία.Μέσα στην Κατοχή κρύβει στο σπίτι του διαφόρους κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών τον Εγγονόπουλο που ήταν στο ΕΑΜ και τον Καρτάλη που ήταν στην ΕΚΚΑ.
Τ.Γ.: Όπως έχει τονισθεί, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μεγάλου μέρους του μεταπολεμικού έργον του αλλά και της ώριμης ζωής του υπήρξε η ομηρία του από τους αριστερούς...
Λ.Ε.: Το περιστατικό αυτό είναι η πιο δραματική εμπειρία της ζωής του. Τον έπιασαν πολιτοφύλακες της ΟΠΛΑ στο σπίτι του, στις 30 Δεκεμβρίου του '44, επειδή ήταν γιος εφοπλιστή... Τότε είχαν συλλάβει χωροφύλακες, ιερωμένους και πολλούς άλλους με την κατηγορία ότι ήσαν αστοί. Επίσης και τροτσκιστές, τους οποίους εκτελούσαν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι τους εκτελούσαν ως "ειδικούς προδότες". Έναν μάλιστα γνωστό του, τον αρχειομαρξιστή Αλμπέρ, τον σκότωσαν πλησίον του, στο χωριό Κρώρα, μαζί με άλλους επτά. Οι στίχοι από το ποίημα ((Ο δρόμος": "και οι καλούμενοι με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων στις ύστατες στιγμές του βίου τους..." είναι εμπνευσμένος από το περιστατικό αυτό. Κατά την σύλληψη του επέτρεψαν να αποχαιρετήσει την μητέρα του, που ήταν στον επάνω όροφο και με σκληρό τρόπο τον οδήγησαν σε Τμήμα τους στην οδό Παμίσου. Μετά τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Τον έκλεισαν, στην συνέχεια, μαζί με πολλούς άλλους καταδικασμένους στο κινηματοθέατρο Φοίβος. Του έλεγαν: "Αύριο ετοιμάσου, θα σε κλάψει η μάνα σου...".Οι όμηροι αυτοί συνόδευσαν με τα πόδια την έξοδο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα, με προορισμό την Λαμία, μέσω των Καλυβιών, Χασιάς (Ασπροπύργου) και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων. Η Πάρνηθα ήταν χιονισμένη και ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκτελούνταν οι βραδυπορούντες' μεγάλο βασανιστήριο για τους υπόλοιπους. Ήταν γεροδεμένος και σχετικά νέος και προχωρούσε κανονικά, παρά τα κρυοπαγήματα. Για τον ΕΛΑΣ μιλούσε αργότερα με επιείκεια. Όχι, όμως, για την ΟΠΛΑ. Μια νύχτα στο χωριό Μουσταφάδες (σημερινή Καλλιθέα), η φάλαγγα δέχθηκε επίθεση από αγγλικά Σπιτφάιαρ. Ο πατέρας μου κρύφτηκε σε ένα αρδευτικό χαντάκι. Ζήτησε καταφύγιο σε μια οικογένεια Αρβανιτών στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα), η οποία του έδωσε άλλα ρούχα. Όταν, λοιπόν, πέρασε από εκεί ένας λόχος του ΕΛΑΣ και στο σπίτι όπου κρυβόταν ο πατέρας μου κατέφυγε για τις πρώτες βοήθειες μια βαρεία τραυματισμένη Ελασίτισσα, εκείνος προσποιήθηκε τον χωρικό.Έναν άνθρωπο από αυτούς που έκρυψαν τον πατέρα μου τότε, τον επισκέφθηκα για να τον γνωρίσω, αρχές του '80. Δεν θα ζει σήμερα. Τον πατέρα μου τον περιέθαλψαν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον συνάντησαν στην Μαλακάσα να κατευθύνεται πάλι πεζός προς την Αθήνα.Δεν μίλησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του δημόσια εναντίον του ΚΚΕ γιατί, παρ' όλα τα προσωπικά του μαρτύρια, αναγνώριζε σταγεγονότα της δεκαετίας του '40 το φαινόμενο της Επανάστασης στην οποία πίστευε. Στην δεκαετία του '60 και αργότερα, έλεγε ότι εφ' όσον υπήρξε Εμφύλιος, αυτός, όπως και άλλοι, παρά την μεγάλη αδικία εις βάρος τους, υπέστησαν τις συνέπειες του γεγονότος... Στην δεκαετία του '60 ξαναβρήκε το πρόσωπο της Αριστεράς μέσα από την Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξωνικής και αμερικανικής εκδοχής της σχετικής ιδεολογίας. Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. 'Οταν το '63 πήγε στην τότε Σοβιετική Ένωση με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, επίσημα προσκεκλημένος, εντυπωσιάσθηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας ηθών, αλλά ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος.Την εποχή που τον έπιασε η ΟΠΛΑ έγραφε την Αργώ και αμέσως μετά τέλειωσε την Ζεμφύρα, που εκδόθηκε πρόσφατα. Την Ενδοχώρα, που κυκλοφόρησε το 1945, πρέπει να την είχε τελειώσει από τις αρχές του '40.
Τ.Γ.: Με τα Γραπτά έχω και συναισθηματική σχέση, επειδή εκδόθηκαν από τον "Δίφρο", του θείον μου Γιάννη Γονδέλη, ο οποίος μου έλεγε ότι ο πατέρας σας τον διάβασε, με την χαρακτηριστική του φωνή, τα χειρόγραφα στο σπίτι σας. Κάθε τόσο ο πατέρας σας σταματούσε την ανάγνωση και ρωτούσε τον εντυπωσιασμένο ακροατή του αν του αρέσουν τα κείμενα...
Λ.Ε.: Από τα Γραπτά αφαίρεσε κομμάτια, ξέρετε. Εν πάση περιπτώσει δεν σταμάτησε να γράφει μέχρι την Χούντα, η οποία του προκάλεσε εσωτερική κατάρρευση. Στο διάστημα της επταετίας με το μόνο που καταπιάστηκε, εκτός από τον Μεγάλο Ανατολικό, ήταν ένα αυτοβιογραφικό λεξικό.
Τ.Γ.: Ας γυρίσουμε πάλι στα μέσα του '40. Θέλω να συνεχίσετε το βιογραφικό του πατέρα σας.
Λ.Ε.: Η μητέρα μου, Βιβίκα Ζήση, κατάγεται από την Πρεμετή και θεωρεί τον εαυτό της Αρβανίτισσα, κάτι που άρεσε πολύ στον πατέρα μου. Ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος και έβγαζε προπολεμικά τα τσιγάρα Εγκο, τα οποία δυστυχώς δεν είδα να αναφέρονται σ' αυτή την μνημειώδη έκδοση περί ελληνικών τσιγάρων... Τους γονείς μου έφερε για πρώτη φορά σε επαφή ο κοινός τους φίλος Γιάννης Τσαρούχης, μάλλον το 1943, στο σπίτι του πατέρα μου. Ο γάμος έγινε στην Χρυσοκαστριώτισσα της Πλάκας με κουμπάρο τον Ελύτη. Το 1945 αρχίζει η γραφή του Μεγάλου Ανατολικού, της οποίας ηγραφή προετοιμάζεται στην Αργώ, στην Ζεμφύρα και στην Βεατρίκη. Ο παππούς μου πέθανε το 1948 στην Γενεύη, μακριά από τον πατέρα μου, ο οποίος είχε αλλάξει στάση απέναντι στην ισχυρή αυτή προσωπικότητα μετά την ομηρία του. Θεραπεύτηκε γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό: μέσα σ' αυτόν υπάρχει η εικόνα του Πατέρα. Πολλές περσόνες στο έργο είναι συνδυασμός εκείνου και του Πατέρα, όπως ο λόρδος, ο Άγγλος. Εδώ και εκεί διάφορα πρόσωπα θυμίζουν τον λιμπερτίνο, που ήταν ο γονέας του... Εκείνη την εποχή περνάει μεγάλη ιδεολογική κρίση γι' αυτό και το μυθιστόρημα είναι απολιτικό: ρητά ένας από τους ήρωες, ο ρώσος σοσιαλιστής, που είναι μια άλλη περσόνα του πατέρα μου, αποκηρύσσει τις ιδέες του. Αυτό το διαπιστώνουμε όταν συζητάει με τον άγγλο λόρδο και μετά πηγαίνει στην τουαλέτα, όπου με το καζανάκι καθαρίζει τις ηθικολογίες... Τότε ο πατέρας μου ήταν απλώς φιλελεύθερος: γύρισε, δηλαδή, στον παλιό βενιζελικό του εαυτό, από τον οποίο ξεκίνησε λόγω πατρός, για να περάσει μετά στην Αριστερά. Η φιλελευθεροσύνη του αυτή επέτρεψε βαθμιαία, μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, την πρόσληψη ενός πολιτικού αναρχισμού. Οι συζητήσεις, που γίνονται στο τέλος του Ανατολικού περί Μπακούνιν, είναι μία από τις πολλές προσθήκες στα 1951, χρονιά που ολοκληρώνεται το έργο.
Τ.Γ.: Ο βίος του πατέρα σας είναι από μόνος του ένα συναρπαστικό αφήγημα. Έχουμε μείνει στα τέλη της δεκαετίας του '40.
Λ.Ε.: Το 1951, αναγκασμένος να διακόψει την ψυχανάλυση, φεύγει απογοητευμένος με την μητέρα μου για το Παρίσι. Εκεί μένει έως το 1954. Γεννήθηκα το 1957. Το 1960 κυκλοφορούν από τον "Δίφρο", του θείου σας, τα Γραπτά. Τα σχόλια για το βιβλίο αυτό ήσαν ελάχιστα, κάτι που στενοχώρησε τον πατέρα μου. Είχε δεκαπέντε χρόνια να εμφανισθεί και αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός, γιατί δεν υπήρχε πια η αρχική προκατάληψη εναντίον του υπερρεαλισμού. Όμως στην δεκαετία του '50 οι υπερρεαλιστές και οι συνεχιστές τους είχαν απομονωθεί. Τότε κυριαρχούν οι επιλογές της αριστερής διανόησης... Αλλά και ο Σεφέρης του έστειλε ένα μάλλον ειρωνικό γράμμα, στο οποίο αναφερόταν στον Ροκαμβόλ, ένα έργο άσχετο με τα Γραπτά. Όμως, περιέργως, ο Σεφέρης συσχέτιζε την γραφή του βιβλίου με το κείμενο αυτό... Ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θυμάμαι στο σπίτι μας και στο δικό του, όπου τον επισκεπτόμαστε καμιά φορά με τον Παπατσώνη.
Τ.Γ.: Με τον Εγγονόπουλο και με τους τότε νεότερους ποιητές ποια είναι η σχέση τον εκείνη την εποχή;
Λ.Ε.: Μετά από το κείμενο που έγραψε το 1945 για τον Εγγονόπουλο στο Τετράδιο, και τις επαφές που είχαν στην Κατοχή, δεν συναντιέται συχνά έκτοτε. Το 1963 διαβάζει ένα εγκωμιαστικό επίσης κείμενο γι' αυτόν στην Σχολή Δοξιάδη. Από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αγαπούσε πολύ τον Νίκο Καρούζο με τον οποίο συνδεόταν στενά. Μιλούσε γι' αυτόν με μεγάλη θέρμη. Βέβαια ξεσπούσαν μεταξύ τους φοβεροί καυγάδες, αλλά πάντα στο τέλος συμφιλιώνονταν.
Τ.Γ.: Γύρω στο 1964, σ' ένα τεύχος τον περιοδικού τον θείον μου, στην Καινούρια εποχή, επανεμφανίζεται μετά τα Γραπτά και τις απαγγελίες τον στον γνωστό δίσκο ο πατέρας σας, με πέντε, αν δεν απατώμαι, ποιήματα τον...
Λ.Ε.: Ναι. Δημοσίευσε πέντε ποιήματα του: την "Σιωπή", τις ''Εποχές", την ''Οδό των Φιλελλήνων'', τον ''Κορυδαλλό" (που αναφερόταν σε μένα) και τις ''Λέξεις". Μετά εμφανίζεται το 1965 στο περιοδικό Πάλι του Νάνου Βαλαωρίτη, ένα γεγονός που ήταν μια ανανέωση γι' αυτόν. Και η τελευταία αναλαμπή του.Χάρη στον Νάνο είχε ανοίξει από παλιότερα τους ορίζοντες του και είχε βγει από το ασφυκτικό κλίμα της εθνικόφρονος Ελλάδος των νικητών του Εμφυλίου, αναπνέοντας το οξυγόνο της αγγλοσαξωνικής κουλτούρας και των αμερικανών μπητ. Δεν είχε, βλέπετε, τότε επαφή με τον πολύ αγαπημένο φίλο των νεανικών του χρόνων, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική από παλιά, τον πολύ επαναστατικό και μη ελληνοκεντρικό, Νικόλαο Κάλας. Ο τελευταίος είχε θυμώσει για τη σχέση του πατέρα μου με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία ως πριγκήπισσα είχε σχέσεις με το παλάτι, και ως γνωστόν ο Κάλας απεχθανόταν τους βασιλείς. Αργότερα ο Κάλας μετάνιωσε για τη στάση του και το είπε δημόσια στο Παρίσι. Η παρέα των νέων ανθρώπων του Πάλι, του Ταχτσή, του Κουτρουμπούση και άλλων τον αναζοωγόνησε... Αν και με τον Ταχτσή, να σημειώσω εδώ, συνέβη μια παρεξήγηση η οποία δεν λύθηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου, κάτι που με λύπησε πολύ.Μέσα στην Χούντα είχε πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δημοσιευθεί τίποτα δικό του. Μόνο λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος τον έπεισε ο αγαπητός του Δ. Καλοκύρης να δημοσιευθούν ποιήματά του στο περιοδικό Τραμ. Ο τελευταίος μεσολάβησε για να γίνει η διάλεξη του στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στο ''Ποιητικό εργαστήρι" με τον Κάρολο Μητσάκη. Πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι δεν πρέπει να καταλογισθεί στον πατέρα μου καμία ευθύνη για το γεγονός ότι δέχθηκε να μιλήσει στον χώρο, έδρα που είχε δημιουργήσει ο διωγμένος από την Χούντα Δ. Μαρωνίτης, γιατί αγνοούσε παντελώς το γεγονός, όντας απομονωμένος... Πιέστηκε από τους νέους της Θεσσαλονίκης, μέσω του Καλοκύρη, του Χουλιάρα, του Σουλιώτη και άλλων, να δεχθεί να μιλήσει στο ''Ποιητικό εργαστήρι", χωρίς να ξέρει τα καθέκαστα... Του είπαν ''ελάτε στην Θεσσαλονίκη, θα μας ανοίξετε ορίζοντες..." και τον έκαμψαν. Ήταν το τελευταίο του ταξίδι με τραίνο... Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής τον αποθέωσαν. Ένιωσε να αναπτερώνεται. Πριν από την εμφάνιση του στη Θεσσαλονίκη, είχε δώσει στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών μια διάλεξη για τις βασικές αρχές της μοντέρνας ποίησης. Αυτές οι δύο δημόσιες εμφανίσεις ήταν και οι μοναδικές μέσα στην Χούντα...
Τ.Γ.: Περιγράψτε μον ιδιωτικές στιγμές με τον πατέρα σας.
Λ.Ε.: Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον "Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής, στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο Σπήλμπεργκ με το Ιονράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι εκεί... Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το Δήλεσι. Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν ηεξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. Όσοι θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας.Στις 10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι, επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει να φύγω από τον πατέρα.Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά, διαστρεβλώνονται. Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο, πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού", ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός, χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, καιακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...". Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ".Ένα άλλο περιστατικό έχει ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα, νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη. Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται, φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του Βουκουρεστίου.Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε: "Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων. Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάονς, που μου διάβαζε γιατί του άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις νύχτες των μεγάλων θυμών του.Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα.Τ.Γ.: Μεγαλώσατε σε συνθήκες αστικών, συντηρητικών ηβών, παρά τον φιλελευθερισμό του πατερά σας.Λ.Ε.: Ανατράφηκα με τρόπο ήπιο και θα έλεγα παραδοσιακό. Ο πατέρας μου με διάβαζε στα μαθήματα, όπως και η μητέρα μου, η οποία αγωνιούσε για τις επιδόσεις μου περισσότερο από εκείνον. Επειδή δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του γραπτού λόγου έπαιρνα κακούς βαθμούς στις εκθέσεις. Απελπισμένοι οι καθηγητές με ανάγκαζαν να τις γράφω στο σπίτι. Μου τις έγραφε ο πατέρας μου ο οποίος έπαιρνε πολύ κακούς βαθμούς επίσης... Κάποτε πρέπει να βρεθούν αυτές οι εκθέσεις και να δούμε το περιεχόμενο τους... Μερικές θα είναι πολύ αστείες γιατί το θέμα τους ήταν πολύ συμβατικό. Στο Γυμνάσιο έγινα αριστερός και μετά τη Χούντα μπήκα στον Ρήγα Φεραίο και ο πατέρας μου χάρηκε γι' αυτό. Είχε συμπάθεια στην Ε.Δ.Α. και σε πρόσωπα, όπως ο Ηλιού, τον οποίο, το 1974, ονόμαζε "ο άγιος παράκλητος της Αριστεράς".Όταν ήμουν μικρός στην Γλυφάδα, στις αρχές του '60, έβλεπα τον πατέρα μου τις νύχτες να δουλεύει πολλές ώρες κάτω από ένα σκεπαστό χαγιάτι. Έγραφε την Οκτάνα. Ποτέ δεν με διαπαιδαγώγησε σεξουαλικά. Από την στιγμή, όμως, που μου μίλησε επ' αυτού η μητέρα μου, οι συζητήσεις μας για το σεξ γίνονταν πολύ ελεύθερα.
Τ.Γ.: Τα τελευταία χρόνια της ζωής τον πατέρα σας συμπίπτουν με την περίοδο της Χούντας. Θυμάμαι τον θείο μου Γιάννη Γουδέλη, να μεταφέρει πολιτικές συζητήσεις με τον πατέρα σας. "Κύριε Γουδέλη", του έλεγε "είναι ντροπή για όλους μας να μας κυβερνούν αυτοί οι αγράμματοι και άξεστοι...". Ένιωθε εξουθενωμένος...
Λ.Ε.: Λίγο πριν από την Χούντα πέρασε, όπως σας είπα, την τελευταία περίοδο της ευφορίας του, γράφοντας την Οκτάνα και συμμετέχοντας στο Πάλι. Μόλις ήρθε η δικτατορία σχεδόν απομονώθηκε: οι φίλοι του, ο Ελύτης, ο Βαλαωρίτης και άλλοι ξενιτεύθηκαν. Έβλεπε τους φίλους του: την Νίκη και Μαρίνα Καραγάτση, τον Άρη Κωνσταντινίδη, την Ναταλία Μελά, την Κίτσου, τον Γιώργο Νικολαΐδη. Νέοι σχετικά φίλοι του, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Δ. Καλοκύρης, ο Μ. Σουλιώτης, ο Μάρκος Δραγούμης τον συναντούσαν. Γνώρισε και δικούς μου φίλους: τον Σπύρο Μπενετάτο, τον Σταύρο Πετσόπουλο και τους ζωγράφους Γιώργο Χατζημιχάλη, Κυριάκο Κατζουράκη, Χρύσα Βουδούρογλου, στους οποίους διάβασε ποιήματα του μέχρι τα χαράματα. Ήταν η τελευταία ανάγνωση του σε φίλους.Επίσης ο Νίκος Καρύδης του "Ίκαρου" ζήτησε από τον πατέρα μου να εκδώσει την Οκτάνα, όταν η Χούντα ήρε την προλητική λογοκρισία. Εκείνος κατ' αρχάς θέλησε να δώσει την άδεια να εκδοθεί το Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, που ήταν προγενέστερο και άρχισε να κάνει διορθώσεις στο έργο. Μετά, όμως, το μετάνιωσε. Δεν θέλησε να εκδοθεί ολόκληρο βιβλίο του επί καθεστώτος συνταγματαρχών.Το 1973, συμφώνησαν με τον Φίλιππο Βλάχο, να εκδοθεί από τα "Κείμενα" η Αργώ. Ο Βλάχος, μάλιστα, άρχισε να την στοιχειοθετεί. Την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου πάλι το μετάνιωσε. Ο πατέρας μου δίνει στο περιοδικό Τραμ, μόνο λίγα ποιήματα.'Όπως σας είπε και ο θείος σας, η Χούντα του είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ. Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο τον λουλά. Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...". Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του άντρα μου;"Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για την τύχη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου