Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡ. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ


Στο φως της πανηγυρικής
αυτής ημέρας
1
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Φρουροί ασάλευτοι προσμένουν διαταγές
Και αν μερικοί συμπολιτεύονται με τους ολέθρους
Και άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν
Κι ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα
Γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

Και το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.

Συν γυναιξί και τέκνοις
Οι κάτοικοι των πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα
Γιατί τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των πλέγματα
Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη γη ξεχύνονται
Σπάργωσιν φέρνοντας στα σώματα και τις ψυχές.

- 2-
Και το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται.
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Άλλοι παλεύουν παίζοντας στα χώματα
Πίδακες αναπηδούν από τη γη
Επιταχύνειται η έκκρισις των σιελογόνων
Τα ντέφια των αθιγγανίδων πάλλονται
Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς ρυθμούς
Με όρθιες τις ρώγες στους αρσενικούς ανέμους
Με όρθιους τους στημόνες των μυστικών ανθέων
Κάτω απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή στο στόμα
Και ο Σείριος καλεί την Ανδρομέδα
Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

- 3 -

Τι κι αν δε φαίνονται του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ακούονται οι φωνές των ουρανίων σωμάτων
Και πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της πανηγύρεως τα πλήθη
Και ενώ με λόγια αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί
Εκθλίβεται απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι μόσχοι
Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες

Και αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς τ' αγόρια
Ολίγος κόσμος έμεινες στις πόλεις
Μες στις αυλές στους δρόμους στις πλατείες
Οι απομένοντες καρατομούν τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια
Διότι οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια


- 4 -

Τα ριζικά των νέων εποχών
Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα υψώνονται
Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.

Κι αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει
Ως άνθρωπος Νεαντερντάλειος
Ως άνθρωπος απόλυτος οριστικώς erectus

Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ
Μ' ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο
Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει
Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ο νέος αιών.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.
Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Βιογραφία

Ο Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στη Μπραΐλα της Ρουμανίας. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη αγόρια, τον Μαρή, τον Δημοσθένη που πέθανε νέος και τον Κίμωνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Μαζί με τους αδελφούς του Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1939-1935), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd. καθώς και άλλων εταιρειών.
Την περίοδο 1917-18 υπήρξε επίσης βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Η μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Στεφανία, ήταν κόρη του Λεωνίδα Κυδωνιέως από την Άνδρο και της Ρωσίδας Σολωμονίς Κοβαλένκο, από το Κίεβο. Το 1902 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο 1912-17 φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά το χωρισμό της από τον πατέρα του. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα.
 Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει για τα πρώιμα ποιητικά του έργα πως «η συναισθηματική του εκτόνωση σε στίχους είχε αρχίσει τόσο πρόωρα που σε ηλικία είκοσι χρονών να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ' εξοχήν του Κωστή Παλαμά». Την περίοδο 1921-25 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. του Λονδίνου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926, ήρθε σε διάσταση με τον πατέρα του, και ταξίδεψε στο Παρίσι όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, έκανε προσωπική και διδακτική ανάλυση. Συνδέθηκε με αρκετούς Γάλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και ο Φρουά Γουιτμάν, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την μοντέρνα ποίηση και περίπου το 1929, έφερε σε επαφή τον Εμπειρίκο με την ομάδα των υπερρεαλιστών.
Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για ένα διάστημα στα ναυπηγεία του πατέρα του, πριν παραιτηθεί έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου του 1935 έδωσε μία ιστορικά σημαντική διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών, εισάγοντας ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στον ελληνικό χώρο. Για τον αντίκτυπό της, ο Ελύτης έγραψε πως η διάλεξη έγινε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν»[4]. Το Μάρτιο του ίδιου έτους εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, η οποία περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα και τυπώθηκε στις εκδόσεις «Κασταλία». Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφτηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935, άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση ως επάγγελμα, αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ως «διδάκων ψυχαναλυτής», ενώ παράλληλα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, συνεχίζοντας τις προσπάθειες διάδοσης και υπεράσπισης του υπερρεαλισμού. Την περίοδο 5-29 Μαρτίου του 1936 οργάνωσε στο σπίτι του «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων», η οποία περιλάμβανε έργα των Μαξ Ερνστ, Όσκαρ Ντομίνγκεζ και άλλων ζωγράφων, σπάνια βιβλία, πρώτες εκδόσεις υπερρεαλιστών, τα μανιφέστα του κινήματος και φωτογραφικό υλικό. Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α', ενώ ποιήματα από τη συλλογή του Ενδοχώρα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Παράλληλα, έως και το 1939, πραγματοποιούσε τακτικά ταξίδια στη Γαλλία, προκειμένου να διατηρεί τις επαφές του με τους Γάλλους υπερρεαλιστές.
Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944. Στο διάστημα της κατοχής, ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι. Κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Δημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», ενώ τυπώθηκε και η Ενδοχώρα, από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με την Βιβίκα Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης και να αποκτήσουν εικόνα για τα δρώμενα στη χώρα. Ο Εμπειρίκος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο ενώ μετά το ταξίδι αυτό έγραψε το ποίημα Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία.
Το 1963 πραγματοποίησε μια ομιλία αφιερωμένη στο Νίκο Εγγονόπουλο, στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε το μακροσκελές επικό ποίημα Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συντέλεια (1991), ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συγγραφή του [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, κείμενο που θα αποτελούσε την εισαγωγή ενός νέου μυθιστορήματος, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε. Στις 26 Ιανουαρίου 1971 έδωσε διάλεξη στο Κολέγιο Αθηνών για την μοντέρνα ποίηση και το 1973 μίλησε για το έργο του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την χρονιά αυτή σημειώθηκε και ο θάνατος της μητέρας του. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.

ΈργοΛογοτεχνίαΗ εμφάνιση του Εμπειρίκου στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1935, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, Υψικάμινος, η οποία κυκλοφόρησε σε διακόσια πενήντα αντίτυπα που εξαντλήθηκαν. Κατά τον ίδιο, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού προκλήθηκε διότι το έργο θεωρήθηκε «σκανδαλώδες, γραμμένα από έναν παράφρονα». H Υψικάμινος έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα, το οποίο αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «λυρική» περίοδο του Εμπειρίκου. Κατά τον ίδιο τον Εμπειρίκο υπήρξε η πρώτη πραγματική εκδήλωση και πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Η συλλογή περιέχει 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης και χαρακτηρίζεται από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, αν και η έκδοσή της είχε αναγγελθεί από το 1937. Περιέχει 112 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1934-7 και χαρακτηρίζεται από εμφανείς διαφορές σε σύγκριση με την Υψικάμινο, τόσο στη μορφή των ποιημάτων όσο και στη «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και τη συνακόλουθη θεματική τους καθαρότητα. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο που αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία και χλευασμό από τους περισσότερους κριτικούς, η Ενδοχώρα επαινέθηκε και υπήρξε δημοφιλέστερη, ωστόσο και οι δύο συλλογές άσκησαν αποφασιστική επίδραση σε σύγχρονους λογοτέχνες, κυρίως στον Οδυσσέα Ελύτη, στο Νικόλαο Κάλα, στο Νίκο Γκάτσο και στο Νίκο Εγγονόπουλο.
Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, έργο που από τον τίτλο του μαρτυρά τον μυθοποιητικό χαρακτήρα του. Γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1936-46 και ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα πριν την έκδοση του. Αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται Μυθιστορίαι, Τα γεγονότα και εγώ και Πρόσωπα και Έπη αντίστοιχα, περιέχοντας αφηγηματικά κείμενα σχετιζόμενα περισσότερο με τον πεζό λόγο. Οι μυθιστορίες ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, ενώ η δεύτερη ενότητα της συλλογής αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό πρωταγωνιστή ή αφηγητή το συγγραφέα τους. Στην μεγαλύτερη σε έκταση ενότητα Πρόσωπα και Έπη, οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία.
Εκδοτικά μεταγενέστερο των Γραπτών υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1964-5, στο περιοδικό Πάλι και μεταφράστηκε τον ίδιο χρόνο από τον Michel Saunier στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Η έκδοση του συνέβη με σημαντική καθυστέρηση το 1980. Η συγγραφή της Αργώς τοποθετείται πριν τη συλλογή των Γραπτών ή τουλάχιστον παράλληλα με αυτή. Το έργο πραγματεύεται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες και φέρει πιο καθαρά δείγματα της μεταγενέστερης πορείας που ακολούθησε ο Εμπειρίκος, σε ό,τι αφορά την διακήρυξη ενός κοσμικού και ιδεολογικού συστήματος για τη δημιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού και ερωτικά απελευθερωμένου κόσμου. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, το θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου ως βασικά θέματα. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του, ενώ όπως ο ίδιος ο Εμπειρίκος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου». Στην ίδια συλλογή περιέχονται τέσσερα πεζά ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1963-4, με αναφορές σε ποιητές της μπητ γενιάς, που φανερώνουν την ιδεολογική του συγγένεια με τα ειρηνιστικά αλλά και αναρχικά κηρύγματά της. Στο ποίημα Οι Μπεάτοι ή της μή συμμορφώσεως οι Άγιοι, ο Εμπειρίκος αναφέρεται εκτενώς σε λογοτεχνικούς ομοϊδεάτες του ή άλλες μορφές που του άσκησαν επίδραση, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τους Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ε. Α. Πόε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Μαρξ, Χένρυ Μίλλερ, Νίτσε, Βίκτωρ Ουγκό, Σικελιανό, Λένιν και Κ.Π. Καβάφη.
Το 1984 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μίας συλλογής με τον τίτλο Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες δόθηκαν για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τραμ (1976), όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα της συλλογής με τίτλο Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας, χρονολογημένο το 1966. Ποιήματα από την ίδια συλλογή δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1965 στο περιοδικό Πάλι (τεύχος 5, σελ. 336-342). Θεωρείται πως η συλλογή συγκροτήθηκε την περίοδο 1965-72, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ο Εμπειρίκος το χειρόγραφό του μέχρι το τέλος της ζωής του. H μορφή και η θεματολογία του έργου βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνες της Ενδοχώρας. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το οκτάτομο έργο Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργάστηκε το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό ή αποσπάσματά του εμφανίστηκαν δημόσια μέχρι την έκδοσή του. Χαρακτηρίστηκε ως το μείζον έργο του και έγινε αποδεκτό με άκρατο ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του.
Το 1995, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του, εκδόθηκε αυτοτελώς το ποίημα Ες-ες-ες-ερ Ρωσία, το οποίο αποτελεί ένα είδος χρονικού της επίσκεψης του στη Ρωσία, το Δεκέμβριο του 1962. Το ποίημα είναι αξιοσημείωτο ως πηγή αυτοβιογραφικών στοιχείων, πολιτικό σχόλιο της εποχής στην οποία γράφτηκε, αλλά και ως ιστορικό ντοκουμέντο. Το 1998 εκδόθηκε το πεζό Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, έργο που εντάσσεται στα πλαίσια μίας ανέκδοτης τριλογίας του Εμπειρίκου με τίτλο Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται η Αργώ ή Πλους αεροστάτου και το πεζό Βεατρίκη ή Ένας Έρωτας του Buffalo Bill. Η συγγραφή της Ζεμφύρας ολοκληρώθηκε στις 15 Ιουνίου του 1945, όπως δηλώνεται στο τέλος του έργου, δεν γνωρίζουμε όμως πότε άρχισε. Μαζί με την Αργώ θεωρείται «δορυφόρος» του Μεγάλου Ανατολικού, μεταφέροντας σε σμίκρυνση τη μεγάλη τοιχογραφία του τελευταίου, αν και ως κείμενα διατηρούν την ανεξαρτησία τους, διαθέτοντας πρωτότυπα θέματα. Η Ζεμφύρα πραγματεύεται τον έρωτα ενός λιονταριού και της θηριοδαμάστριάς του, θέμα που μπορεί να ανιχνευτεί για πρώτη φορά στο ποίημα Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους παρθένου της Υψικαμίνο. Ο ελληνικός μύθος της Πασιφάης, που υπήρξε βασίλισσα της Κρήτης και μητέρα του Μινώταυρου, απασχόλησε ελάχιστα τους νεότερους Έλληνες ποιητές, ωστόσο ο Εμπειρίκος τον συνέδεσε με το κεντρικό θέμα του έργου του, που αφορά στον παρά φύση έρωτα της Ζεμφύρας.
Ψυχανάλυση
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50, σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ' επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής». Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.
H ενασχόλησή του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση ξεκίνησε την περίοδο των σπουδών του στη Γαλλία, κατά την οποία συνδέθηκε με τον Ρενέ Λαφόργκ, έναν από τους ιδρυτές της γαλλικής ψυχανάλυσης. Αναλύθηκε τρία χρόνια στον Λαφόργκ και ήρθε σε επαφή με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές. Ως εισηγητής της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, ξεκίνησε να την εξασκεί το 1935 στην Αθήνα, σχηματίζοντας μαζί με τους ψυχιάτρους Δημήτριο Κουρέτα και Γεώργιο Ζαβιτζιάνο μία μικρή ομάδα ενδιαφερόμενων, σε άμεση επαφή και συνεργασία με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία, όπως σημειώνει ο Εμπειρίκος συμμετείχε στους «αγώνες των πρώτων ορθοδόξων Ελλήνων ψυχαναλυτών». Στις πρώτες προσπάθειες της ομάδας συμμετείχε επίσης ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης, αν και μόνο ο Εμπειρίκος πρότεινε τυπικές ψυχαναλύσεις ενηλίκων νευρωτικών, για τις οποίες, καθώς φαίνεται, δεν είχε αλληλεπίδραση με κανέναν άλλο ειδικό στην Ελλάδα. Παράλληλα, ενημερωνόταν μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, διατηρώντας επαφή με Γάλλους ψυχαναλυτές και ταξιδεύοντας συστηματικά στο Παρίσι για επαγγελματικούς σκοπούς. Το 1949 συμμετείχε επίσης στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Ζυρίχη. Ο πρώτος πυρήνας των Ελλήνων ψυχαναλυτών έτυχε εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού και το 1950 οι Εμπειρίκος, Ζαβιτζιάνος και Κουρέτας έγιναν μέλη της. Για το σκοπό αυτό, ο Εμπειρίκος έγραψε, ως όφειλε, την πολυσέλιδη κλινική μονογραφία, με τίτλο Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις, η οποία δημοσιεύτηκε στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση (πρωτότυπος τίτλος: Un cas de névrose obsessionnelle avec éjaculations précoces, Revue Française de Psychanalyse, τόμ. XIV, αρ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1950, σσ. 331-366) και αποτελεί μία πλήρη περιγραφή της θεραπείας ενός αρρώστου που ψυχαναλύθηκε από τον Εμπειρίκο. Για την συνολική προσφορά του στην ψυχανάλυση, αναφέρεται πως «κατά τον Ζακ Λακάν υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάλυση των νευρώσεων», ενώ κατά τον Γ. Ζαβιτζιάνο διέκρινε ότι «οπισθοδρόμηση στο ναρκισσιστικό στάδιο δεν σημαίνει ότι πρόκειται αναμφισβήτητα περί σχιζοφρένειας», υποδιαιρώντας την άποψη της ναρκισσιστική νευρώσεως[. O Εμπειρίκος διέκοψε την πρακτική της ψυχανάλυσης τον Απρίλιο του 1951, ωστόσο συνέχισε να αποτελεί μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60.
ΦωτογραφίαΟ Ανδρέας Εμπειρίκος ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού». Ως «μανιώδη φωτογράφο» τον χαρακτήρισε επίσης ο φίλος του, Δ. Ι. Πολέμης. Κατά τον γιο του, Λεωνίδα Εμπειρίκο, «κυκλοφορούσε πάντα με [φωτογραφική] μηχανή, συχνά με δύο, ενίοτε και με τρεις». Το φωτογραφικό του έργο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πολύμορφο και ποιοτικά άνισο. Χρονολογείται από το 1919, όταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εμφάνισε τις πρώτες φωτογραφίες του, ως επί το πλείστον οικογενειακές, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε άγνωστο. Χωρίζεται συνήθως σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, της μεταπολεμικής καθώς και μία σειρά φωτογραφιών του γιου του, από το 1957 έως το 1974. Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες. Οι περισσότερες από αυτές είναι τραβηγμένες ευκαιριακά, στο δρόμο, ενώ ορισμένες είναι αποτέλεσμα πιο εντατικής φωτογράφισης και μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ.
Το 1955 οργάνωσε μία ατομική έκθεση, στην αίθουσα «Ιλισσός», η οποία διήρκεσε από τις 22 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου. Αυτή υπήρξε η μοναδική δημόσια παρουσίαση φωτογραφιών του, ενόσω ήταν εν ζωή, κατά την οποία εκτέθηκαν περίπου 210 ασπρόμαυρα έργα, τα περισσότερα από τα οποία προσφέρονταν προς πώληση. Ο Εμπειρίκος έδειξε ισχυρό ενδιαφέρον για τις τεχνικές εξελίξεις στη φωτογραφία, ενώ θεωρείται επίσης πιθανό πως εξέφραζε παράλληλα και ένα ειδικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ήταν κάτοχος αξιόλογου εξοπλισμού, μεταχειριζόμενος μεγάλο αριθμό φωτογραφικών μηχανών, ωστόσο παρά την επιθυμία του να οργανώσει ένα σκοτεινό θάλαμο για ιδιωτική χρήση, τελικά δεν τα κατάφερε, πιθανώς λόγω έλλειψης κατάλληλου χώρου. Από το 1951, τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του αναλάμβανε ένα επαγγελματικό εργαστήριο, συνήθως κατόπιν λεπτομερών οδηγιών του Εμπειρίκου.


Κριτική και αποτίμηση


Ο Εμπειρίκος, όπως και συνολικά ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αντιμετώπισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικότερα τη δεκαετία 1935-45, σκληρή κριτική, συχνά στα όρια του χλευασμού. H έκδοση της Υψικαμίνου συνοδεύτηκε από σύντομες αναφορές στον τύπο της εποχής, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στα όρια της ειρωνείας. Ο Στρατής Μυριβήλης, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, το περιέγραψε ως εύθυμο και πολύτιμο βιβλίο τέρψεως για οικογενειακές συναναστροφές, ενώ αργότερα υπήρξε περισσότερο ειρωνικός στην κριτική του. Μέσα από την Υψικάμινο, ο Κώστας Ουράνης αναγνώρισε στο πρόσωπο του Εμπειρίκου τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του συρρεαλισμού στην Ελλάδα», αναγνωρίζοντας όμως στο έργο του, την «παγερή λαμπρότητα του στείρου και του ανωφελούς». Ένα χρόνο αργότερα, ο Κ. Μπαστιάς αναφέρθηκε στο «μοναδικό λεκτικό πλούτο» και κάποια «φραστική μυστικότητα» του έργου». Συνολικά, η Υψικάμινος αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία που παραμελήθηκε και σχεδόν χλευάστηκε. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, στο κριτικό του κείμενο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελπμασάν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στους κριτικούς, ομολογώντας πως δεν έτρεφε συμπάθεια απέναντί τους. Μεγάλο μέρος της πρώιμης κριτικής που του ασκήθηκε ήταν συνυφασμένη με την αμήχανη και επιφυλακτική στάση απέναντι στο ίδιο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος σχολίασε τη στάση αυτή, αναφερόμενος το 1939 σε επιφυλάξεις «χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των κριτικών για όσα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη και την ουσία της [υπερρεαλιστικής] θεωρίας», θεωρώντας πως οι περισσότεροι δεν κατανόησαν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό.
Η έκδοση της Ενδοχώρας το 1946, συνοδεύτηκε από περισσότερο ευμενείς κριτικές παρουσιάσεις, όπως του λογοτέχνη Αντρέα Καραντώνη, του Ασημ. Πανσέληνου και του Αιμ. Χουρμούζιου. Ο πρώτος χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο ως τον πιο ολοκληρωμένο σύγχρονο διονυσιακό ποιητή, συγκρίνοντάς τον με την περίπτωση του Σικελιανού και επισημαίνοντας ειδικότερα πως αντικατέστησε τον μυθολογικό αρχαϊσμό του με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού. Ανάλογη κριτική άσκησε αργότερα και ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνδέοντας το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού, ως προς τις συγκεκριμένες ιδεολογίες που ο καθένας προέβαλε στο έργο του – ο Σικελιανός τον μυστικισμό και ο Εμπειρίκος τον υπερρεαλισμό – κατατάσσοντας τους στο «διονυσιακό» τομέα της ποίησης. Ο Καραντώνης αναφέρθηκε επίσης στον «γλωσσικό εξωτισμό» τού Εμπειρίκου, τον οποίο παρουσίασε ως έναν από τους νεοτεριστές της ελληνικής ποίησης. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πανσέληνος αναγνώρισε στην Ενδοχώρα αρετές όπως ο λυρισμός της, η εντέλεια στην έκφραση και η ελληνικότητά της, απορρίπτοντας συγχρόνως την ερμητικότητα, τον ατομισμό και το λογιοτατισμό της, κατατάσσοντας τη συλλογή στην «ποίηση της παρακμής». Ο Χουρμούζιος αναγνώρισε, με τη σειρά του, τους λυρικούς εκφραστικούς τρόπους του Εμπειρίκου, άρρηκτα συνδεδεμένους με το διονυσιακό ή βακχικό στοιχείο, καλώντας τον ωστόσο να αποστατήσει από το ποιητικό του ιδεώδες. Η Ενδοχώρα κατέχει ιδιαίτερη θέση ακόμα και για τους νεότερους κριτικούς, έχοντας χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο σημείο της ποιητικής παραγωγής του Εμπειρίκου, περιέχοντας τα αρτιότερα και περισσότερο ολοκληρωμένα ποιήματα.
Για μεγάλο διάστημα, το ποιητικό έργο τού Εμπειρίκου αγνοήθηκε, όχι μόνο στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και στους κύκλους των υπερρεαλιστών εκτός Ελλάδας, όπου παρέμεινε πρακτικά άγνωστο. Σημαντική συμβολή στην αποδοχή του είχε η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό – με σημείο αναφοράς το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό» (1938) – η οποία ευνοήθηκε επίσης από τα μετριοπαθή δείγματα γραφής του ελληνικού υπερρεαλισμού, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί με τη συνεισφορά άλλων λογοτεχνών, όπως του Ελύτη με τις συλλογές Προσανατολισμοί και Σποράδες, του Νίκου Γκάτσου με την Αμοργό, αλλά και την Ενδοχώρα του ίδιου τού Εμπειρίκου, που θεωρήθηκε πως απομακρυνόταν από τον «ακραίο» υπερρεαλισμό της Υψικαμίνου. Μετά το θάνατο του Εμπειρίκου η αποδοχή τού έργου του έγινε σχεδόν καθολική, και ο ίδιος θεωρήθηκε μία από τις μείζονες παρουσίες στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς ωστόσο να τύχει ανάλογης αναγνώρισης με άλλους ποιητές της Γενιάς του '30, όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Η νεότερη κριτική τοποθέτησε τον Εμπειρίκο στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να θεωρούνται πλήρως δεδομένοι οι δεσμοί του με τις προγραμματικές αρχές του υπερρεαλισμού.
Αν και ο Εμπειρίκος δεν επιχείρησε να διευκολύνει την κατανόηση του έργου του ή να το εξηγήσει μέσα από θεωρητικά κείμενα, για τη μέθοδο που ακολούθησε και τους βασικούς άξονες της ποιητικής του, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από το κείμενο που έγραψε αντί προλόγου στα Γραπτά, με τίτλο Αμούρ-Αμούρ. Στο προλογικό αυτό κείμενο, ο Εμπειρίκος εκθέτει ουσιαστικά την υπερρεαλιστική τεχνική που ο ίδιος αφομοίωσε, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει στα ποιήματά του όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση αποκλείονται, δηλώνοντας παράλληλα πως βοηθήθηκε στην ταχεία κατανόηση του υπερρεαλισμού από τις ψυχαναλυτικές γνώσεις του και τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Ένγκελς. Αν και χρησιμοποίησε την αυτόματη γραφή, δεν περιορίστηκε σε αυτή. Υπό την έννοια της αυστηρής εφαρμογής του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού, ο Εμπείρικος δεν θεωρούσε πως τα έργα του, πέραν μίας ημερομηνίας, ήταν υπερρεαλιστικά, ωστόσο κατά τον ίδιο, εξακολούθησε να διατηρεί ένα σύνδεσμο με τον υπερρεαλισμό μέσα από μία ελεγχόμενη – όχι απαραίτητα λογική – χρήση της γλώσσας. Σύμφωνα με τον Ελύτη, στο βαθμό που εφάρμοσε τον αυτοματισμό, ο Εμπειρίκος το επιχείρησε όχι τόσο για να «αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου, όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας», ώστε τοποθετώντας σε ίση μοίρα το λογικό και το παράλογο, να εξαλείψει «τις διακρίσεις που ανέκαθεν στήριξαν την Ελληνο-Δυτική διανόηση».
Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του μέσα στη δημοτική ως ακαδημαϊκά και «ψεύτικα». Κατά τον Ελύτη, η καθαρεύουσα προσφερόταν ως μέσο που τον διευκόλυνε να συμπαραθέτει εκφραστικούς τύπους διαφορετικών στρωμάτων και προελεύσεων. Σύμφωνα με τον Γκυ Σωνιέ, η φωνητική και η μορφολογία του Εμπειρίκου είναι πολύ συχνά λόγιες, ωστόσο η βάση της σύνταξής του είναι σαφώς δημοτική. H λεξιπλαστική ικανότητά του έχει επίσης τονιστεί, ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόμα και βωμολοχίες. Η «μεικτή» γλώσσα του Εμπειρίκου επιτρέπει κατά συνέπεια την αξιοποίηση του πλούτου της νεοελληνικής γλώσσας, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας, θέτοντας στην υπηρεσία της εκφραστικότητας την ελεύθερη χρήση όλων των δυνατοτήτων της.
Ορισμένοι μελετητές του έργου του έχουν επισημάνει τη χρήση αναγραμματισμών, ενώ ως ιδιαίτερα δυσεπίλυτοι αναγραμματισμοί θεωρούνται όσοι εμφανίζονται στο ποίημα Η νήσος των Ροβινσώνων, που περικλείεται στη συλλογή Οκτάνα. Χρήση αναγραμματισμών θεωρείται πως γίνεται επίσης στο ποίημα Οι χαρταετοί (Οκτάνα), στο «Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα», από το ποίημα Στροφές Στροφάλων της Ενδοχώρα, καθώς και στα ποιήματα «Τορανίνα Εχμπατομβία» (Υψικάμινος) και «Μεγαμπέρχα» (Ενδοχώρα).
Εργογραφία
Ποίηση

• Υψικάμινος (1935)
• Ενδοχώρα (1945)
• Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1960)
• Οκτάνα (1980)
• Aι Γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες (1984)
• Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία (1995)
Πεζά• Αργώ ή Πλους αεροστάτου (1980)
• Ο Μέγας Ανατολικός (1990-92)
• Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης (1998)
• Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο (1999)
Φωτογραφία• Φωτοφράκτης (2001)
• Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου (2004)
• Ταξίδι στη Ρωσσία (2001). Ημερολόγιο και φωτογραφίες (Δεκέμβριος 1962)
Ψυχολογία
• Μια Περίπτωσις Ιδεοψυχαναγκαστικής Νευρώσεως με Πρόωρες Εκσπερματώσεις και Άλλα Ψυχαναλυτικά Κείμενα (2001)


ΑΠΟ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

"Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό"
(Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, ιστορικός, γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου, μιλάει στον Τάσο Γουδέλη, συγγραφέα και σκηνοθέτη.)
http://tasosgoudelis.wordpress.com/

ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ: δεν ξέρω εάν ποτέ σκεφθήκατε ότι πιθανόν υπάρχει στην μνήμη σας μία πρώτη εικόνα από τον πατέρα σας...
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: Όταν το σκέπτομαι, μου είναι δύσκολο να απομονώσω μία εικόνα. Έχω συγκρατήσει πολλές εικόνες του από τα σπίτια μας στην Αθήνα, στην Γλυφάδα και στην Άνδρο, γύρω στο '60, όταν με έβγαζε φωτογραφίες: θυμάμαι τις κινήσεις του, απροσδιόριστους ήχους, πολλά του λόγια καθώς με τραβούσε... τόσο στο σπίτι όσο και έξω. Ήμουν τριών ετών. Η χρονιά του '60 έχει αποτυπωθεί στην μνήμη μου γιατί συχνά μιλούσαν οι δικοί μου για την νέα δεκαετία που άρχιζε.Με φωτογράφιζε και στο σπίτι της γιαγιάς μου της Στεφανίας, της μητέρας του, που έμενε Αινειάνος 8, στην Πατησίων δίπλα στην ΓΣΕΕ. Πηγαίναμε εκεί τις Κυριακές οικογενειακώς. Στο δρόμο συνέχεια μου μιλούσε. Στην πολυκατοικία της γιαγιάς έζησε και ο ίδιος στην Κατοχή και λίγο μετά. Εγώ μεγάλωσα στο σπίτι της Νεοφύτου Βάμβα 6, στο Κολωνάκι. Θυμάμαι έναν άνθρωπο αφάνταστα στοργικό.
Τ.Γ.: Κάνοντας αναδρομή στις πρώτες σας μνήμες από τους γονείς σας και τους χώρους στους οποίους ζήσατε, ποια άλλα στοιχεία έχετε συγκρατήσει εκτός των προηγουμένων;
Λ.Ε.: Πολλά απ' όσα συνέβαιναν στο εξοχικό σπίτι μας, στην Γλυφάδα (Αθηνών 3), που νοικιάζαμε από το 1958, όταν ήμουν ενός έτους, μέχρι τον θάνατο του μπαμπά το 1975. Θυμάμαι τα παιχνίδια στα μπλε και άσπρα πλακάκια του κήπου και στα κόκκινα και άσπρα του εσωτερικού. Με έβγαζε και σ' εκείνο το σπίτι φωτογραφίες. Περνούσαν τα αεροπλάνα για το Ελληνικό και ο μπαμπάς μου μάθαινε τα μοντέλα τους. Ακούγαμε τον θόρυβο και φωνάζαμε μαζί: ''DC 6 της Ολυμπιακής'', ''Λόκχηντ Κονστελέησον της Λουφτχάνσα''... Ήξερα από 4 ετών όλους τους τύπους των αεροπλάνων.Έντονες αναμνήσεις έχω και από το Παρίσι, όπου πήγαμε το 1961 για μια εγχείρηση της μητέρας μου και μείναμε δύο μήνες. Έχει αποτυπωθεί έντονα μέσα μου το ξενοδοχείο Οτέλ Αβιατίκ, στη Ρη ντε Βοζιράρ, και η κλινική. Πήγαμε με τραίνο. Περνώντας από την Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς ήταν ενθουσιασμένος γιατί την αγαπούσε πολύ. Μ' έκανε να πλάσω μύθους γι' αυτή την χώρα. Βλέπαμε άλογα μεταξύ Μακεδονίας και Σερβίας και εκείνος συνεχώς σχολίαζε με πάθος τις εικόνες. "Γυιέ μου", έλεγε, ((η Γιουγκοσλαβία δεν είναι μία αλλά πολλές δημοκρατίες...", και μου τις απαριθμούσε: Σερβία, Κροατία, Βοσνία -Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία. Του άρεσε η Ιστορία και μου μετέδωσε την αγάπη του. Πάντα μου μιλούσε για ιστορικά γεγονότα αλλά τα διάνθιζε με μυθικά στοιχεία.Στην επιστροφή από το Παρίσι χρησιμοποιήσαμε και πλοίο που πήραμε στην Βενετία. Στο ποίημα του ((Ο δρόμος" ο στίχος "... μια τελευταία Βενετία..." έχει σχέση και με εκείνο το ταξίδι μας.
Τ.Γ.: Μα και ο άλλος στίχος "... και ένας περάτης γονδολιέρης", στο ίδιο ποίημα, φαντάζομαι ότι είναι εμπνευσμένος από τότε...
Λ.Ε.: Ακριβώς. Από τον γονδολιέρη που μας πήρε από τον σταθμό και μας μετέφερε στο καράβι Σαν Τζόρτζιο της "Αντριάτικα". Το πλοίο αυτό μας έφερε στον Πειραιά. Πέρασε μέσα από τον Ισθμό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Μπαίνοντας στον Σαρωνικό, ο μπαμπάς αναφωνούσε μακρόσυρτα: <<Μπαίνουμε στο Σαρωνικοοό...>>Το << Καμιά φορά επιστρέφοντας από τους Παρισίους... μέσα στ' αρώματα της πεύκης...>> αναφέρεται σ' εκείνη την εμπειρία. Και να σας πω: τα πεύκα τότε του Σοφικού της Κορινθίας και των Μεγάρων ευωδίαζαν γύρω από το πλοίο. Άρεσε στον πατέρα μου το ταξίδι δια θαλάσσης. Αγαπούσε το νερό, τις μεγάλες επιφάνειες και τα ταξίδια. Αντιμετώπιζε τα πλοία ως ποιητικά αντικείμενα, ως πηγές έμπνευσης... Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν εφοπλιστής, και του μετέδωσε την λατρεία του για τα καράβια. Γενικά αγαπούσε τις μηχανές: αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πλοία, τρακτέρ. Είχα μια πολύ πλούσια συλλογή παιχνιδιών Ματς μποξ. Το συρτάρι του γραφείου του ήταν γεμάτο από μοντέλα. Τα είχε αγοράσει από παλιά και τα φύλαγε (θαυμάζοντας τα, πρώτα ο ίδιος), για να μου τα χαρίσει στα γενέθλια μου στα 7 μου χρόνια. Τα έχω ακόμα...Προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα. Ήταν από τους πρώτους που οδηγούσε μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα. Κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος του ζήτησε να αγοράσει μια Χέντερσον που την είχε φέρει με πλοίο ο παππούς μου από την Αμερική. Ο πατέρας μου ήταν 20 ετών και το περιστατικό συνέβη λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος από το δάγκωμα της μαϊμούς.
Τ.Γ.: Μιλείστε μου για το οικογενειακό σας δέντρο.
Λ.Ε.: Ο πατέρας μου είχε τρία αδέλφια: ήταν ο μεγαλύτερος, ακολουθούσε ο Μαράκης, μετά ο Τάκης και τελευταίος ο Κίμων. Ο Τάκης πέθανε νεότατος και ο Κίμων το 1981, στην Νέα Υόρκη.Ο παππούς Λεωνίδας ήταν εφοπλιστής, επιχειρηματίας και νέος είχε ασχοληθεί με την πολιτική: ήταν βενιζελικός μέχρι το κόκαλο. Ήταν βουλευτής Άνδρου μέχρι τα τέλη του 1920 και είχε διατελέσει Υπουργός Επισιτισμού στην Κυβέρνηση της Άμυνας στην Θεσσαλονίκη. Η καταγωγή του ήταν από την Χώρα της Άνδρου. Ο ιστορικός και μελετητής της Άνδρου Δημήτρης Πολέμης έχει πει ότι η απώτερη καταγωγή του είναι από κάποιους Μπιρίκους, που ζούσαν πριν από τον 19ο αιώνα, στην βόρεια Χίο και εγκαταστάθησαν στο χωριό Αψηλού της Άνδρου όπου υπάρχει ακόμα ένα ερειπωμένο σπίτι το οποίο δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Το όνομα Λεωνίδας προήλθε από αλλαγή του Λινάρδος και το Εμπειρίκος από διασκευή του Μπιρίκος. Ανάδοχος και των δύο υπήρξε ο Θεόφιλος Καΐρης, τον οποίο, σημειωτέον, θαύμαζε ο πατέρας μου ως διαφωτιστή. Ο παππούς μου πήγε στην Βραΐλα αρχές του περασμένου αιώνα και εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου, το 1901. Δύο Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανό. Η γιαγιά μου ήταν Ρωσίδα κατά το ήμισυ και του έμαθε τη γλώσσα της άριστα. Τους άκουγα να μιλούν ρωσικά ακόμα και στο τηλέφωνο και καταλάβαινα τα πάντα. Ο πατέρας μου μέχρι το 1914 ζούσε τον περισσότερο καιρό στην Σύρο και πήγαινε πολύ συχνά στην Ρωσία.
Τ.Γ.: Είναι γνωστή και περίπου θρυλική η σχέση τον Ανδρέα Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση. Πότε, όμως, αρχίζει να ασχολείται με την λογοτεχνία;
Λ.Ε.: Από τα 18 μέχρι τα 22 του χρόνια έγραφε στίχους παλαμικούς. Η σχέση του με τη λογοτεχνία καθορίζεται από μια σειρά σημαντικών γεγονότων της ζωής του.Σε ηλικία 17 χρονών περίπου ήταν Τολστοϊστής. Όταν πια είχε παραιτηθεί από την επιχείρηση του πατέρα του, πήγαινε με τα πόδια στο Μπογιάτι και όργωνε με τους αρβανίτες χωρικούς στο πατρικό τσιφλίκι. Ήταν η πρώτη του εξέγερση εναντίον του παππού μου. Η δεύτερη ήταν όταν πήγε και δούλεψε εργάτης στα λιγνιτωρυχεία του πατέρα του στο Αλιβέρι για λόγους ιδεολογικούς. Εκείνη την εποχή έγραψε το ''Κόκκινο τραγούδι", όπου αναφέρεται σε ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο πρόεδρος είναι ένας λεβητοποιός, ''ένας λεβέντης δικαστής..." και μάλλον δικάζει κάποιον που μοιάζει στον παππού μου... Η ειρωνεία είναι ότι αργότερα ο ίδιος ο πατέρας μου θα ανακριθεί και θα δικασθεί από το ΚΚΕ. Με την ψυχανάλυση ασχολήθηκε σε μια εποχή μεγάλης κρίσης με τον πατέρα του, όταν περνούσε μια ζωή ως "πλαίυ μπόυ" στην Κυανή Ακτή, σε ένα πολυτελές σπίτι που είχε αγοράσει ο πατέρας του από έναν ρώσο πρίγκηπα για να ζήσει στην Γαλλία. Επισκέφθηκα αυτό το σπίτι με την μητέρα μου το 1978: είχε μετατραπεί σε πολυκατοικία ακριβών διαμερισμάτων... Στην παλιά του κατάσταση φαίνεται καθαρά σε φωτογραφίες του πατέρα μου με τα αδέλφια του, όπου όλοι ποζάρουν δίπλα σε ωραίες φιλενάδες του παππού μου. Και ο πατέρας μου είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες εκείνη την εποχή, στην δεκαετία του '20. Όμως περνούσε ταυτόχρονα και μεγάλη ηθική κρίση. Ένιωθε άσχημα απέναντι στην μητέρα του, που ο πατέρας του είχε χωρίσει εν τω μεταξύ, αλλά και βλέποντας την τεράστια ταξική ανισότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκε. Διηγόταν ότι κάποτε μια νεαρή υπηρέτρια του είπε: ((Κύριε Ανδρέα, είσθε ο μόνος εδώ μέσα που διαφέρει από τους άλλους...". Τότε ανακάλυψε την ψυχανάλυση και έκανε πρώτα ο ίδιος ανάλυση με τον Ρενέ Λαφόργκ. Μόλις είχε γυρίσει από το Λονδίνο όπου, εκτός από την συμμετοχή του στις οικογενειακές επιχειρήσεις εκεί, είχε διακόψει τις σπουδές του στην φιλοσοφία και στην αγγλική φιλολογία. Η μητέρα του ζούσε στην Λωζάνη και ο πατέρας μου την επισκεπτόταν. Παράλληλα σπούδασε στην ίδια πόλη οικονομικά. Έφερε βαρέως τον χωρισμό των γονέων του.
Τ.Γ.: Στην εποχή της γαλλικής "Αβάν-γκαρντ" του '20, γνωρίζεται με τον Αντρέ Μπρετόν και έρχεται σε επαφή με τον σουρρεαλισμό, αν δεν απατώμαι...
Λ.Ε.: Με τον Μπρετόν έρχεται σε επαφή μέσω του Φρουά Ουιτμάν, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός φίλος του ρεύματος του σουρρεαλισμού: γιατί, καίτοι ο Φρόυντ επηρέασε τις ιδέες των σουρρεαλιστών, η ψυχανάλυση ως επιστήμη δεν αποδεχόταν την πρωτοκαθεδρία της Τέχνης... Στο Παρίσι ο πατέρας μου πήγαινε στα μαθήματα φιλοσοφίας του Αλεξάντρ Κοζέβ για τον Χέγκελ μαζί με τον Μπρετόν, τον Λακάν, τον Κενώ και άλλους. Έκανε κάπως ανορθόδοξα την διδακτική του ανάλυση: γιατί ο Λαφόργκ ήταν ταυτόχρονα και ψυχαναλυτής του. Υπολογίζω ότι αυτή η διαδικασία κράτησε από το 1925 έως το 1931. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και υλοποιώντας την ((γραμμή" της ψυχαναλυτικής του θεραπείας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, εργαζόμενος ως διευθυντής των ναυπηγείων και μηχανουργείων ((Βασιλειάδη", μιας εκ των επιχειρήσεων δηλαδή του παππού μου. Το 1934, όμως, διαφωνεί με τον τελευταίο, παίρνει το μέρος των εργατών, παραιτείται και δεν τον ξαναβλέπει. Αρχίζει τότε να βρίσκεται, μέχρι το 1939, μεταξύ Αθήνας και Παρισίων. Εν τω μεταξύ ο παππούς μου απογοητευμένος, επειδή η κυβέρνηση Τσαλδάρη, νομίζω, δεν επιδότησε την επιχείρηση του της "Εθνικής Ακτοπλοΐας", την πούλησε, όπως και όλη του την περιουσία στην Ελλάδα, ακόμα και αυτή της Άνδρου. Έφυγε στην Γαλλία και δεν γύρισε ποτέ.Ο πατέρας μου, στο ίδιο διάστημα, γράφει πολλά κείμενα. Έως το 1933 γράφει μη υπερρεαλιστικά κείμενα. Εκδίδει το 1935, ως γνωστόν, την Υψικάμινο. Ανοίγει το γραφείο του και κάνει ψυχανάλυση επί 16 χρόνια. Παντρεύθηκε την Μάτση Χατζηλαζάρου το 1940.
Τ.Γ.: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με το έργο του δημιουργεί την βεβαιότητα, εκτός των άλλων, ότι ο αναγνώστης έχει να κάνει με ένα απολύτως διονυσιακό άτομο. Πόσο αυτή η εικόνα αντιστοιχίζεται με εκείνη του ανθρώπου που ζει μέσα στους αστικούς κανόνες, επικεφαλής μιας οικογένειας;
Λ.Ε.: Να επαναλάβω -και αυτό είναι μάλλον παράδοξο- ότι η συνολική μου εντύπωση απ' αυτόν μέχρι τέλους είχε σχέση με την εικόνα ενός συνετού και απολύτως αγαθού οικογενειάρχη. Παρ' ότι ήταν φανερό πως του άρεσαν υπερβολικά οι γυναίκες, μα πάρα πολύ... Όμως δεν μου μετέδωσε αυτή την ακραία, ας πούμε, βακχική διάθεση που εκλύει το έργο του. Όταν πρωτοδιάβασα έφηβος, με κριτικό πνεύμα, τα κείμενα του ή άκουσα να τα απαγγέλλει στον δίσκο, παραξε-νεύθηκα, ομολογώ, με την διαφορά που παρουσίαζαν όλ' αυτά με την συμπεριφορά του ως πατέρα. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτές οι αντιθέσεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μιαν προσωπικότητα. Αν και να σας πω, μπορεί η ζωή του πατέρα μου μέχρι τον πρώτο του γάμο ή μέχρι το 1947, όταν παντρεύθηκε την μητέρα μου, να ήταν διαφορετική απ' αυτήν που γνώρισα...
Τ.Γ.: Εξ όσων έχω διαβάσει έχει ενδιαφέρον η ζωή τον πατέρα σας στα χρόνια της Κατοχής.
Λ.Ε.: Κατά την διάρκεια της Κατοχής βρίσκεται στην Ελλάδα. Από το 1934, όταν έπαψε να έχει σχέσεις με τον πατέρα του, βιοπορίζεται από το επάγγελμα του ψυχαναλυτή. Συμφιλιώθηκε με τον πατέρα του στον Εμφύλιο, μετά την τραυματική του εμπειρία λόγω της ομηρίας του από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν πω για την ζωή του στην Κατοχή και τις μετέπειτα περιπέτειες του, να κάνω μια παρένθεση και να προσθέσω ότι επί μια δεκαετία ήταν ακραιφνής Μαρξιστής θεωρητικά, και σοσιαλιστής. Το ότι δεν εντάχθηκε σε κόμμα είναι, νομίζω, προφανές εξαιτίας της απόλυτα αρνητικής στάσης του κόμματος λόγω υπερρεαλισμού και ψυχανάλυσης. Το 1936 δίνει μια συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά στην οποία κατηγορεί την συντηρητική στροφή της Γ' Διεθνούς και ακολουθεί την τροτσκιστική στροφή του Μπρετόν αλλά χωρίς να ενταχθεί πρακτικά. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Όταν έγινε η ρήξη των γάλλων υπερρεαλιστών με το Γαλλικό Κ.Κ. έστειλε στον Μπρετόν, το 1935, ένα τηλεγράφημα στο οποίο έλεγε ότι τον ακολουθεί με μεγάλη χαρά ελπίζοντας, όμως, να μην έχει κόψει τις γέφυρες με τον ιστορικό υλισμό και την ψυχαναλυτική θεωρία.Μέσα στην Κατοχή κρύβει στο σπίτι του διαφόρους κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών τον Εγγονόπουλο που ήταν στο ΕΑΜ και τον Καρτάλη που ήταν στην ΕΚΚΑ.
Τ.Γ.: Όπως έχει τονισθεί, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μεγάλου μέρους του μεταπολεμικού έργον του αλλά και της ώριμης ζωής του υπήρξε η ομηρία του από τους αριστερούς...
Λ.Ε.: Το περιστατικό αυτό είναι η πιο δραματική εμπειρία της ζωής του. Τον έπιασαν πολιτοφύλακες της ΟΠΛΑ στο σπίτι του, στις 30 Δεκεμβρίου του '44, επειδή ήταν γιος εφοπλιστή... Τότε είχαν συλλάβει χωροφύλακες, ιερωμένους και πολλούς άλλους με την κατηγορία ότι ήσαν αστοί. Επίσης και τροτσκιστές, τους οποίους εκτελούσαν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Μου έλεγε ο πατέρας μου ότι τους εκτελούσαν ως "ειδικούς προδότες". Έναν μάλιστα γνωστό του, τον αρχειομαρξιστή Αλμπέρ, τον σκότωσαν πλησίον του, στο χωριό Κρώρα, μαζί με άλλους επτά. Οι στίχοι από το ποίημα ((Ο δρόμος": "και οι καλούμενοι με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων στις ύστατες στιγμές του βίου τους..." είναι εμπνευσμένος από το περιστατικό αυτό. Κατά την σύλληψη του επέτρεψαν να αποχαιρετήσει την μητέρα του, που ήταν στον επάνω όροφο και με σκληρό τρόπο τον οδήγησαν σε Τμήμα τους στην οδό Παμίσου. Μετά τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο. Τον έκλεισαν, στην συνέχεια, μαζί με πολλούς άλλους καταδικασμένους στο κινηματοθέατρο Φοίβος. Του έλεγαν: "Αύριο ετοιμάσου, θα σε κλάψει η μάνα σου...".Οι όμηροι αυτοί συνόδευσαν με τα πόδια την έξοδο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Αθήνα, με προορισμό την Λαμία, μέσω των Καλυβιών, Χασιάς (Ασπροπύργου) και του οροπεδίου των Δερβενοχωρίων. Η Πάρνηθα ήταν χιονισμένη και ο πατέρας μου έπαθε κρυοπαγήματα. Εκτελούνταν οι βραδυπορούντες' μεγάλο βασανιστήριο για τους υπόλοιπους. Ήταν γεροδεμένος και σχετικά νέος και προχωρούσε κανονικά, παρά τα κρυοπαγήματα. Για τον ΕΛΑΣ μιλούσε αργότερα με επιείκεια. Όχι, όμως, για την ΟΠΛΑ. Μια νύχτα στο χωριό Μουσταφάδες (σημερινή Καλλιθέα), η φάλαγγα δέχθηκε επίθεση από αγγλικά Σπιτφάιαρ. Ο πατέρας μου κρύφτηκε σε ένα αρδευτικό χαντάκι. Ζήτησε καταφύγιο σε μια οικογένεια Αρβανιτών στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα), η οποία του έδωσε άλλα ρούχα. Όταν, λοιπόν, πέρασε από εκεί ένας λόχος του ΕΛΑΣ και στο σπίτι όπου κρυβόταν ο πατέρας μου κατέφυγε για τις πρώτες βοήθειες μια βαρεία τραυματισμένη Ελασίτισσα, εκείνος προσποιήθηκε τον χωρικό.Έναν άνθρωπο από αυτούς που έκρυψαν τον πατέρα μου τότε, τον επισκέφθηκα για να τον γνωρίσω, αρχές του '80. Δεν θα ζει σήμερα. Τον πατέρα μου τον περιέθαλψαν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον συνάντησαν στην Μαλακάσα να κατευθύνεται πάλι πεζός προς την Αθήνα.Δεν μίλησε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του δημόσια εναντίον του ΚΚΕ γιατί, παρ' όλα τα προσωπικά του μαρτύρια, αναγνώριζε σταγεγονότα της δεκαετίας του '40 το φαινόμενο της Επανάστασης στην οποία πίστευε. Στην δεκαετία του '60 και αργότερα, έλεγε ότι εφ' όσον υπήρξε Εμφύλιος, αυτός, όπως και άλλοι, παρά την μεγάλη αδικία εις βάρος τους, υπέστησαν τις συνέπειες του γεγονότος... Στην δεκαετία του '60 ξαναβρήκε το πρόσωπο της Αριστεράς μέσα από την Νιου Λεφτ, της αγγλοσαξωνικής και αμερικανικής εκδοχής της σχετικής ιδεολογίας. Είχε ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό. 'Οταν το '63 πήγε στην τότε Σοβιετική Ένωση με τον Ελύτη και τον Θεοτοκά, επίσημα προσκεκλημένος, εντυπωσιάσθηκε από ορισμένα θέματα κοινωνικής πρόνοιας και ελευθερίας ηθών, αλλά ένιωσε απέχθεια για το αστυνομικό κράτος.Την εποχή που τον έπιασε η ΟΠΛΑ έγραφε την Αργώ και αμέσως μετά τέλειωσε την Ζεμφύρα, που εκδόθηκε πρόσφατα. Την Ενδοχώρα, που κυκλοφόρησε το 1945, πρέπει να την είχε τελειώσει από τις αρχές του '40.
Τ.Γ.: Με τα Γραπτά έχω και συναισθηματική σχέση, επειδή εκδόθηκαν από τον "Δίφρο", του θείον μου Γιάννη Γονδέλη, ο οποίος μου έλεγε ότι ο πατέρας σας τον διάβασε, με την χαρακτηριστική του φωνή, τα χειρόγραφα στο σπίτι σας. Κάθε τόσο ο πατέρας σας σταματούσε την ανάγνωση και ρωτούσε τον εντυπωσιασμένο ακροατή του αν του αρέσουν τα κείμενα...
Λ.Ε.: Από τα Γραπτά αφαίρεσε κομμάτια, ξέρετε. Εν πάση περιπτώσει δεν σταμάτησε να γράφει μέχρι την Χούντα, η οποία του προκάλεσε εσωτερική κατάρρευση. Στο διάστημα της επταετίας με το μόνο που καταπιάστηκε, εκτός από τον Μεγάλο Ανατολικό, ήταν ένα αυτοβιογραφικό λεξικό.
Τ.Γ.: Ας γυρίσουμε πάλι στα μέσα του '40. Θέλω να συνεχίσετε το βιογραφικό του πατέρα σας.
Λ.Ε.: Η μητέρα μου, Βιβίκα Ζήση, κατάγεται από την Πρεμετή και θεωρεί τον εαυτό της Αρβανίτισσα, κάτι που άρεσε πολύ στον πατέρα μου. Ο πατέρας της ήταν καπνοβιομήχανος και έβγαζε προπολεμικά τα τσιγάρα Εγκο, τα οποία δυστυχώς δεν είδα να αναφέρονται σ' αυτή την μνημειώδη έκδοση περί ελληνικών τσιγάρων... Τους γονείς μου έφερε για πρώτη φορά σε επαφή ο κοινός τους φίλος Γιάννης Τσαρούχης, μάλλον το 1943, στο σπίτι του πατέρα μου. Ο γάμος έγινε στην Χρυσοκαστριώτισσα της Πλάκας με κουμπάρο τον Ελύτη. Το 1945 αρχίζει η γραφή του Μεγάλου Ανατολικού, της οποίας ηγραφή προετοιμάζεται στην Αργώ, στην Ζεμφύρα και στην Βεατρίκη. Ο παππούς μου πέθανε το 1948 στην Γενεύη, μακριά από τον πατέρα μου, ο οποίος είχε αλλάξει στάση απέναντι στην ισχυρή αυτή προσωπικότητα μετά την ομηρία του. Θεραπεύτηκε γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό: μέσα σ' αυτόν υπάρχει η εικόνα του Πατέρα. Πολλές περσόνες στο έργο είναι συνδυασμός εκείνου και του Πατέρα, όπως ο λόρδος, ο Άγγλος. Εδώ και εκεί διάφορα πρόσωπα θυμίζουν τον λιμπερτίνο, που ήταν ο γονέας του... Εκείνη την εποχή περνάει μεγάλη ιδεολογική κρίση γι' αυτό και το μυθιστόρημα είναι απολιτικό: ρητά ένας από τους ήρωες, ο ρώσος σοσιαλιστής, που είναι μια άλλη περσόνα του πατέρα μου, αποκηρύσσει τις ιδέες του. Αυτό το διαπιστώνουμε όταν συζητάει με τον άγγλο λόρδο και μετά πηγαίνει στην τουαλέτα, όπου με το καζανάκι καθαρίζει τις ηθικολογίες... Τότε ο πατέρας μου ήταν απλώς φιλελεύθερος: γύρισε, δηλαδή, στον παλιό βενιζελικό του εαυτό, από τον οποίο ξεκίνησε λόγω πατρός, για να περάσει μετά στην Αριστερά. Η φιλελευθεροσύνη του αυτή επέτρεψε βαθμιαία, μετά τις τραυματικές του εμπειρίες, την πρόσληψη ενός πολιτικού αναρχισμού. Οι συζητήσεις, που γίνονται στο τέλος του Ανατολικού περί Μπακούνιν, είναι μία από τις πολλές προσθήκες στα 1951, χρονιά που ολοκληρώνεται το έργο.
Τ.Γ.: Ο βίος του πατέρα σας είναι από μόνος του ένα συναρπαστικό αφήγημα. Έχουμε μείνει στα τέλη της δεκαετίας του '40.
Λ.Ε.: Το 1951, αναγκασμένος να διακόψει την ψυχανάλυση, φεύγει απογοητευμένος με την μητέρα μου για το Παρίσι. Εκεί μένει έως το 1954. Γεννήθηκα το 1957. Το 1960 κυκλοφορούν από τον "Δίφρο", του θείου σας, τα Γραπτά. Τα σχόλια για το βιβλίο αυτό ήσαν ελάχιστα, κάτι που στενοχώρησε τον πατέρα μου. Είχε δεκαπέντε χρόνια να εμφανισθεί και αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός, γιατί δεν υπήρχε πια η αρχική προκατάληψη εναντίον του υπερρεαλισμού. Όμως στην δεκαετία του '50 οι υπερρεαλιστές και οι συνεχιστές τους είχαν απομονωθεί. Τότε κυριαρχούν οι επιλογές της αριστερής διανόησης... Αλλά και ο Σεφέρης του έστειλε ένα μάλλον ειρωνικό γράμμα, στο οποίο αναφερόταν στον Ροκαμβόλ, ένα έργο άσχετο με τα Γραπτά. Όμως, περιέργως, ο Σεφέρης συσχέτιζε την γραφή του βιβλίου με το κείμενο αυτό... Ο πατέρας μου εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θυμάμαι στο σπίτι μας και στο δικό του, όπου τον επισκεπτόμαστε καμιά φορά με τον Παπατσώνη.
Τ.Γ.: Με τον Εγγονόπουλο και με τους τότε νεότερους ποιητές ποια είναι η σχέση τον εκείνη την εποχή;
Λ.Ε.: Μετά από το κείμενο που έγραψε το 1945 για τον Εγγονόπουλο στο Τετράδιο, και τις επαφές που είχαν στην Κατοχή, δεν συναντιέται συχνά έκτοτε. Το 1963 διαβάζει ένα εγκωμιαστικό επίσης κείμενο γι' αυτόν στην Σχολή Δοξιάδη. Από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αγαπούσε πολύ τον Νίκο Καρούζο με τον οποίο συνδεόταν στενά. Μιλούσε γι' αυτόν με μεγάλη θέρμη. Βέβαια ξεσπούσαν μεταξύ τους φοβεροί καυγάδες, αλλά πάντα στο τέλος συμφιλιώνονταν.
Τ.Γ.: Γύρω στο 1964, σ' ένα τεύχος τον περιοδικού τον θείον μου, στην Καινούρια εποχή, επανεμφανίζεται μετά τα Γραπτά και τις απαγγελίες τον στον γνωστό δίσκο ο πατέρας σας, με πέντε, αν δεν απατώμαι, ποιήματα τον...
Λ.Ε.: Ναι. Δημοσίευσε πέντε ποιήματα του: την "Σιωπή", τις ''Εποχές", την ''Οδό των Φιλελλήνων'', τον ''Κορυδαλλό" (που αναφερόταν σε μένα) και τις ''Λέξεις". Μετά εμφανίζεται το 1965 στο περιοδικό Πάλι του Νάνου Βαλαωρίτη, ένα γεγονός που ήταν μια ανανέωση γι' αυτόν. Και η τελευταία αναλαμπή του.Χάρη στον Νάνο είχε ανοίξει από παλιότερα τους ορίζοντες του και είχε βγει από το ασφυκτικό κλίμα της εθνικόφρονος Ελλάδος των νικητών του Εμφυλίου, αναπνέοντας το οξυγόνο της αγγλοσαξωνικής κουλτούρας και των αμερικανών μπητ. Δεν είχε, βλέπετε, τότε επαφή με τον πολύ αγαπημένο φίλο των νεανικών του χρόνων, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική από παλιά, τον πολύ επαναστατικό και μη ελληνοκεντρικό, Νικόλαο Κάλας. Ο τελευταίος είχε θυμώσει για τη σχέση του πατέρα μου με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία ως πριγκήπισσα είχε σχέσεις με το παλάτι, και ως γνωστόν ο Κάλας απεχθανόταν τους βασιλείς. Αργότερα ο Κάλας μετάνιωσε για τη στάση του και το είπε δημόσια στο Παρίσι. Η παρέα των νέων ανθρώπων του Πάλι, του Ταχτσή, του Κουτρουμπούση και άλλων τον αναζοωγόνησε... Αν και με τον Ταχτσή, να σημειώσω εδώ, συνέβη μια παρεξήγηση η οποία δεν λύθηκε μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου, κάτι που με λύπησε πολύ.Μέσα στην Χούντα είχε πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελε να δημοσιευθεί τίποτα δικό του. Μόνο λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος τον έπεισε ο αγαπητός του Δ. Καλοκύρης να δημοσιευθούν ποιήματά του στο περιοδικό Τραμ. Ο τελευταίος μεσολάβησε για να γίνει η διάλεξη του στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στο ''Ποιητικό εργαστήρι" με τον Κάρολο Μητσάκη. Πρέπει να τονίσω στο σημείο αυτό ότι δεν πρέπει να καταλογισθεί στον πατέρα μου καμία ευθύνη για το γεγονός ότι δέχθηκε να μιλήσει στον χώρο, έδρα που είχε δημιουργήσει ο διωγμένος από την Χούντα Δ. Μαρωνίτης, γιατί αγνοούσε παντελώς το γεγονός, όντας απομονωμένος... Πιέστηκε από τους νέους της Θεσσαλονίκης, μέσω του Καλοκύρη, του Χουλιάρα, του Σουλιώτη και άλλων, να δεχθεί να μιλήσει στο ''Ποιητικό εργαστήρι", χωρίς να ξέρει τα καθέκαστα... Του είπαν ''ελάτε στην Θεσσαλονίκη, θα μας ανοίξετε ορίζοντες..." και τον έκαμψαν. Ήταν το τελευταίο του ταξίδι με τραίνο... Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής τον αποθέωσαν. Ένιωσε να αναπτερώνεται. Πριν από την εμφάνιση του στη Θεσσαλονίκη, είχε δώσει στους μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών μια διάλεξη για τις βασικές αρχές της μοντέρνας ποίησης. Αυτές οι δύο δημόσιες εμφανίσεις ήταν και οι μοναδικές μέσα στην Χούντα...
Τ.Γ.: Περιγράψτε μον ιδιωτικές στιγμές με τον πατέρα σας.
Λ.Ε.: Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Μικρός άκουγα απίστευτα παραμύθια απ' αυτόν. Ας πούμε: για τον "Καραγκιόζ-Ωνάς". Για τον Καραγκιόζη που βρήκε έναν θησαυρό και έγινε Ωνάσης. Αυτός ο ήρωας επεισοδίων σε συνέχειες συνδέθηκε με άλλες ιστορίες, για τους κυνηγούς που είχαν ένα τζιπ τεθωρακισμένο και μ' αυτό πήγαν πίσω από κάτι βουνά της Αφρικής, στην χώρα των δεινοσαύρων... Δηλαδή ήταν προφήτης όσων επινόησε πολύ αργότερα ο Σπήλμπεργκ με το Ιονράσιο πάρκο: ένα φιλμ πολύ πεζό που με συγκινεί, όμως, γιατί μου θυμίζει εκείνες τις εξαίσιες αφηγήσεις του πατέρα μου. Είχα πολλά άλμπουμ με δεινοσαύρους και προϊστορικά τέρατα στην δεκαετία του '60. Η συλλογή αυτή είχε συμπέσει με την συγγραφή της Οκτάνας, όπου αναφέρονται προϊστορικά θηρία εδώ κι εκεί... Μου μιλούσε για τοποθεσίες πλησίον μας, π.χ. για το Πικέρμι, μέσα στο ρήγμα του οποίου υπάρχουν απολιθωμένα ζώα της Αττικής. Πηγαίνοντας για την Άνδρο περνούσαμε από το Πικέρμι, χωριό τότε, που ήταν σταθμός του ληστή Αρβανιτάκη, πριν από το Δήλεσι. Επειδή είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, μου μετέδωσε πολλές γνώσεις γι' αυτόν, με απίστευτα γλαφυρό τρόπο. Ήταν ο καλύτερος αφηγητής που έχω γνωρίσει. Η εκφορά του λόγου του ήταν μαγευτική. Από τα πέντε έως τα δέκα μου χρόνια, κάθε βράδυ σχεδόν, επαναλαμβανόταν ηεξής σκηνή: εκείνος καθόταν ξαπλωμένος στο μπράτσο του καναπέ με ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι. Στο άλλο μπράτσο ήμουν καθισμένος εγώ και τον άκουγα. Ήταν 8 το βράδυ: η ώρα του παραμυθιού. Και τι δεν παρήλαυνε μέσα στις διηγήσεις του. Τι Ρωσία, τι Τουρκία, τι Κεντρική Αφρική. Οι περιπέτειες του Λίβινγκστον και του Στάνλεϋ κυριαρχούσαν. Είχα και τα σχετικά βιβλία. Όλα μέσα μου έπαιρναν μυθικές διαστάσεις: η ανακάλυψη της Αμερικής, της Ανταρκτικής, ο Σαρκώ, ο Πήρυ, ο Σάκλετον, όλοι οι εξερευνητές περνούσαν από μπροστά μου βυθισμένοι στην αχλύ των τοπίων... Από κοντά οι πολιτικές της Κομμούνας του Παρισιού, η ελληνική και σερβική Επανάσταση, τα πάντα μυθιστορηματικά, μαγικά. Όσοι θεωρούν την συνείδηση του πατέρα μου απολιτική και ανιστορική κάνουν λάθος. Στο μέχρι τώρα δημοσιευμένο έργο του, δεν φαίνεται επαρκώς, μετά από δική του επιλογή, ο τρόπος με τον οποίο ετοποθετείτο μέσα στην Ιστορία. Δεν υπήρξε ποτέ αντιευρωπαϊστής, ήταν ρωσόφιλος, φίλος των βαλκανικών λαών και της Τουρκίας.Στις 10 ερχόταν η μητέρα μου και διέκοπτε τις αφηγήσεις για να με βάλει στο κρεβάτι, επειδή την άλλη ημέρα είχα σχολείο. Έπρεπε να έρθει πολλές φορές για να με πείσει να φύγω από τον πατέρα.Με τον πατέρα μου είχαμε συμφωνήσει να χρησιμοποιούμε έναν κώδικα: επιφωνήματα, λέξεις-κλειδιά και κραυγές, μπροστά σε οιονδήποτε, ακόμα και μέσα στον δρόμο. Παρένθεση: πολλά ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για την αντισυμβατική συμπεριφορά του πατέρα μου, καλόπιστα θα έλεγα, επειδή διαδίδονται προφορικά, διαστρεβλώνονται. Πάντως είναι γεγονός το ότι κάναμε περίεργα, για τον πολύ κόσμο, πράγματα. Π.χ. περπατούσαμε στην οδό Κανάρη και φωνάζαμε "Γάσπαρης", ως επιφώνημα χαράς. Την μητέρα μου την αποκαλούσαμε "Ρένα". Τον πατέρα μου τον φώναζα "Μπρεβού", ποτέ ''μπαμπά", μόνο μπροστά στους τρίτους. Είχα ως τοτέμ τον βάτραχο από μικρός, χάρη στον πατέρα μου ο οποίος μου ζωγράφιζε πολλά σκιτσάκια. Τα φυλάω ακόμα. Με βαπόρια, προϊστορικά ζώα, που ήταν μια περίεργη πηγή έμβιων όντων. Με φάλαινες, επίσης, όλων των ειδών, με ψάρια αλλόκοτα. Μου μιλούσε για Φυσική Ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά. Επικαλούμεθα, λοιπόν, στα επιφωνήματα μας, τον βάτραχο και φωνάζαμε: "βατραχάς". Συμμετείχαν σ' αυτό το παιχνίδι ενίοτε και κάποιοι φίλοι, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος, μάλιστα μου είχε ζωγραφίσει και κάτι ωραία βατραχίσια πόδια. Αναφωνούσε ο πατέρας μου στο δρόμο ξαφνικά "βατρααχαάς...", εγώ το ίδιο, καιακολουθούσε ο Τσαρούχης: "βατγααχαάς...". Όταν θέλαμε να δείξουμε θυμό ή απαρέσκεια λέγαμε "Σβωνχ".Ένα άλλο περιστατικό έχει ενδιαφέρον από τη ζωή του πατέρα: το 1930 επρόκειτο να ταξιδέψει με πλοίο του πατέρα του στην Βόρεια και Νότια Αμερική από την Κοστάντζα. Ήταν πάντα όνειρο του να επισκεφθεί αυτή την ήπειρο και δυστυχώς ποτέ δεν τα κατάφερε. Αγαπούσε τις γάτες πολύ και πήρε μια μικρή μαζί του. Αυτή τον δάγκωσε στο λιμάνι της Κοστάντζα, νομίζω. Την έστειλε στο Βουκουρέστι να την εξετάσουν για λύσσα, επειδή την έβλεπε να είναι κακόκεφη. Ο καπετάνιος τον παρότρυνε να φύγουν και να ξεχάσουν το περιστατικό. Ο πατέρας μου, όμως, επέμενε να περιμένουν. Λίγες ώρες πριν αναχωρήσουν ήρθε ένα τηλεγράφημα που ανακοίνωνε ότι όντως η γάτα ήταν λυσσασμένη. Πήγε στο Βουκουρέστι και στο λυσσιατρείο υπέστη την οδυνηρότατη σχετική θεραπεία με ενέσεις στην κοιλιά: επί ένα μήνα έπρεπε να πίνει ελάχιστο νερό, να μην βρέχεται, φλεγόμενος στο κατακαλόκαιρο. Μοναδική του απόλαυση τα θερινά σινεμά του Βουκουρεστίου.Κάποτε έφερα μια γάτα στο σπίτι. Στην αρχή την αντιπάθησε. Μετά την συμπάθησε και αναφωνούσε: "Βωχ". Όταν, όμως, αυτή έκανε κάτι κακό της φώναζε: "Σβωνχ...". Γενικά δήλωνε την ήπια αποδοκιμασία του με αυτό το επιφώνημα. Στους μεγάλους του θυμούς, που ήσαν σπάνιοι, ήταν ανεξέλεγκτος. Το παραλήρημα του ήταν ασύλληπτο, αλλά παρ' όλ' αυτά θα έλεγα δομημένο: όλος του ο κόσμος ξαφνικά παρήλαυνε μπροστά του και ξεσπώντας χρησιμοποιούσε χείμαρρο μεταφορικών φράσεων. Τον άκουγα από το δωμάτιο μου την νύχτα να βαδίζει πάνω κάτω στο σαλόνι, καπνίζοντας για να του φύγει ο θυμός. Στα Μίκυ Μάονς, που μου διάβαζε γιατί του άρεσαν πολύ (όπως και το Τεν-Τεν), παραλλήλιζα το αυλάκι που άνοιγε ο θείος Σκρουτζ περπατώντας, με το φανταστικό αυλάκι που άνοιγε περπατώντας ο πατέρας μου στις νύχτες των μεγάλων θυμών του.Δεν με είχε χτυπήσει ποτέ, παρά τα τρομερά του ξεσπάσματα.Τ.Γ.: Μεγαλώσατε σε συνθήκες αστικών, συντηρητικών ηβών, παρά τον φιλελευθερισμό του πατερά σας.Λ.Ε.: Ανατράφηκα με τρόπο ήπιο και θα έλεγα παραδοσιακό. Ο πατέρας μου με διάβαζε στα μαθήματα, όπως και η μητέρα μου, η οποία αγωνιούσε για τις επιδόσεις μου περισσότερο από εκείνον. Επειδή δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του γραπτού λόγου έπαιρνα κακούς βαθμούς στις εκθέσεις. Απελπισμένοι οι καθηγητές με ανάγκαζαν να τις γράφω στο σπίτι. Μου τις έγραφε ο πατέρας μου ο οποίος έπαιρνε πολύ κακούς βαθμούς επίσης... Κάποτε πρέπει να βρεθούν αυτές οι εκθέσεις και να δούμε το περιεχόμενο τους... Μερικές θα είναι πολύ αστείες γιατί το θέμα τους ήταν πολύ συμβατικό. Στο Γυμνάσιο έγινα αριστερός και μετά τη Χούντα μπήκα στον Ρήγα Φεραίο και ο πατέρας μου χάρηκε γι' αυτό. Είχε συμπάθεια στην Ε.Δ.Α. και σε πρόσωπα, όπως ο Ηλιού, τον οποίο, το 1974, ονόμαζε "ο άγιος παράκλητος της Αριστεράς".Όταν ήμουν μικρός στην Γλυφάδα, στις αρχές του '60, έβλεπα τον πατέρα μου τις νύχτες να δουλεύει πολλές ώρες κάτω από ένα σκεπαστό χαγιάτι. Έγραφε την Οκτάνα. Ποτέ δεν με διαπαιδαγώγησε σεξουαλικά. Από την στιγμή, όμως, που μου μίλησε επ' αυτού η μητέρα μου, οι συζητήσεις μας για το σεξ γίνονταν πολύ ελεύθερα.
Τ.Γ.: Τα τελευταία χρόνια της ζωής τον πατέρα σας συμπίπτουν με την περίοδο της Χούντας. Θυμάμαι τον θείο μου Γιάννη Γουδέλη, να μεταφέρει πολιτικές συζητήσεις με τον πατέρα σας. "Κύριε Γουδέλη", του έλεγε "είναι ντροπή για όλους μας να μας κυβερνούν αυτοί οι αγράμματοι και άξεστοι...". Ένιωθε εξουθενωμένος...
Λ.Ε.: Λίγο πριν από την Χούντα πέρασε, όπως σας είπα, την τελευταία περίοδο της ευφορίας του, γράφοντας την Οκτάνα και συμμετέχοντας στο Πάλι. Μόλις ήρθε η δικτατορία σχεδόν απομονώθηκε: οι φίλοι του, ο Ελύτης, ο Βαλαωρίτης και άλλοι ξενιτεύθηκαν. Έβλεπε τους φίλους του: την Νίκη και Μαρίνα Καραγάτση, τον Άρη Κωνσταντινίδη, την Ναταλία Μελά, την Κίτσου, τον Γιώργο Νικολαΐδη. Νέοι σχετικά φίλοι του, όπως ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Δ. Καλοκύρης, ο Μ. Σουλιώτης, ο Μάρκος Δραγούμης τον συναντούσαν. Γνώρισε και δικούς μου φίλους: τον Σπύρο Μπενετάτο, τον Σταύρο Πετσόπουλο και τους ζωγράφους Γιώργο Χατζημιχάλη, Κυριάκο Κατζουράκη, Χρύσα Βουδούρογλου, στους οποίους διάβασε ποιήματα του μέχρι τα χαράματα. Ήταν η τελευταία ανάγνωση του σε φίλους.Επίσης ο Νίκος Καρύδης του "Ίκαρου" ζήτησε από τον πατέρα μου να εκδώσει την Οκτάνα, όταν η Χούντα ήρε την προλητική λογοκρισία. Εκείνος κατ' αρχάς θέλησε να δώσει την άδεια να εκδοθεί το Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, που ήταν προγενέστερο και άρχισε να κάνει διορθώσεις στο έργο. Μετά, όμως, το μετάνιωσε. Δεν θέλησε να εκδοθεί ολόκληρο βιβλίο του επί καθεστώτος συνταγματαρχών.Το 1973, συμφώνησαν με τον Φίλιππο Βλάχο, να εκδοθεί από τα "Κείμενα" η Αργώ. Ο Βλάχος, μάλιστα, άρχισε να την στοιχειοθετεί. Την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου πάλι το μετάνιωσε. Ο πατέρας μου δίνει στο περιοδικό Τραμ, μόνο λίγα ποιήματα.'Όπως σας είπε και ο θείος σας, η Χούντα του είχε προκαλέσει εσωτερική κατάπτωση. Τον ρωτούσα: "Τι έχεις μπαμπά;" "Είμαι άρρωστος γιε μου... Κατάθλιψη". Μετά την πτώση του καθεστώτος ανακάλυψε ότι ήταν άρρωστος. Πρήσθηκε το χέρι του. Είχε καρκίνο στον πνεύμονα, ο οποίος εξελίχθηκε σε μυοπάθεια. Ήταν θεριακλής του ναργιλέ, της πίπας και του τσιγάρου" κάπνιζε Βιρτζίνια-Πλέυερς χωρίς φίλτρο. Ήταν από τους τελευταίους φανατικούς του ναργιλέ. Μ' έπαιρνε και μένα σε διάφορα καφενεία: στο Ελλάς της οδού Αθηνάς, στο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου και σε άλλα: στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το άγαλμα του Βύρωνα, σε πολλά της επαρχίας... Στο σπίτι του έφερναν ορισμένες φορές έτοιμο τον λουλά. Μια μέρα ανέβηκε ο θυρωρός, ο αγαπητός φίλος Νίκος Γεροντάκης, που ήταν από το χωριό Κινίδαρος της Νάξου. Είδε τον πατέρα μου που κάπνιζε ναργιλέ και θέλησε να δοκιμάσει, γιατί στην Χώρα της Νάξου κάπνιζαν ναργιλέ μόνον οι ευκατάστατοι του νησιού. Λέει: "Να καπνίσω κι εγώ, κύριε Αντρέα;" Τραβάει λίγες ρουφηξιές κι ενώ ήταν καπνιστής πέφτει κάτω ζαλισμένος: "Αμάν, τι έπαθα...". Έρχεται η γυναίκα του η κυρία Μαρία και φωνάζει: "Τι του κάνατε κυρ-Αντρέα του άντρα μου;"Αντιμετώπισε την αρρώστια του με τόση νηφαλιότητα ώστε δεν καταλάβαινα ότι πλησίαζε το μοιραίο. Τις τελευταίες ημέρες προτιμούσε να μένει στο ξενοδοχείο Απέργη στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να πηγαίνουμε από παλιά. Δεν ήθελε να μείνει στο ΚΑΤ και τον πήραμε με δική μας πρωτοβουλία. Έπαιζα μαζί του μερικά από τα συνηθισμένα μας παιχνίδια. Του μιλούσα ρώσικα, για πολιτική. Έκανε το παν για να μην μου δίνει την εικόνα του ετοιμοθάνατου. Έρχονταν και τον έβλεπαν φίλοι του. Μια ημέρα βγήκαν από το δωμάτιο του ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μάρκος Δραγούμης βουρκωμένοι και αναρωτήθηκα γιατί εγώ έχω άλλη εντύπωση για την τύχη του.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ 2001